Αν είστε αρκετά τυχεροί, ίσως απλώς έτυχε κάποια στιγμή στη ζωή σας να ακούσετε τον όρο «σύνδρομο του απατεώνα» χωρίς να δώσετε ιδιαίτερη σημασία. Αν φυσικά είστε λιγότερο τυχεροί, είναι πολύ πιθανό να το βιώνετε καθημερινά και μην το γνωρίζετε. Ο όρος «σύνδρομο του απατεώνα» (impostor’s syndrome), χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 70 από τις κλινικούς ψυχολόγους Pauline R. Clance και Suzanne Α. Imes. Όπως δηλώνει το όνομά του, το σύνδρομο αυτό έχει να κάνει με την πεποίθηση και τη συνεχή αίσθηση ενός επαγγελματία πως είναι ανεπαρκής και πως είναι ζήτημα χρόνου οι ανώτεροί του και το περιβάλλον του να αντιληφθούν την έλλειψη προσόντων του και να του δείξουν απλώς την έξοδο.

Φυσικά, η αίσθηση της ανεπαρκούς επίδοσης δεν έχει να κάνει με τις πραγματικές επιδόσεις του εργαζομένου, καθώς τα άτομα αυτά μπορεί να χαρακτηρίζονται από υψηλές επιδόσεις αλλά να εξακολουθούν να νιώθουν ανεπαρκείς. Συνήθως το σύνδρομο αυτό παρατηρείται σε φιλόδοξους ανθρώπους οι οποίοι κατά βάθος θεωρούν πως δεν είναι τόσο επιτυχημένοι κι έξυπνοι όσο οι άλλοι νομίζουν, αποδίδουν πολλές φορές τα επιτεύγματά τους στην τύχη ενώ θεωρούν πως αργά ή γρήγορα η πραγματικότητα θα αποκαλυφθεί και ο κόσμος τους θα καταρρεύσει. Στο παρελθόν, το εν λόγω σύνδρομο είχε παρατηρηθεί πιο συχνά σε γυναίκες σε υψηλόβαθμες θέσεις, ωστόσο, στις μέρες μας αυτό έχει καταρριφθεί καθώς τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες μπορεί να πάσχουν από το σύνδρομο του απατεώνα.

 

 

Όπως αναφέρει η Dr. Pauline Rose Clance σε συνέντευξή της στο Psychology Today, το σύνδρομο του απατεώνα το οποίο αντιμετωπίζουν καθημερινά πολλοί χαρισματικοί άνθρωποι, έχει τις ρίζες του στα παιδικά χρόνια του ανθρώπου και τις αντιδράσεις των γονιών στις επιτυχίες και αποτυχίες των παιδιών τους. Πιο συγκεκριμένα, κατά την παιδική ηλικία διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό η προσωπικότητα του παιδιού και ο τρόπος με τον οποίο ορίζει την αξία του και το αν αξίζει να αγαπηθεί. Αν οι γονείς για παράδειγμα τείνουν να επικεντρώνονται μόνο σε όσα το παιδί κάνει λάθος και στα σημεία που θα πρέπει να βελτιώσει, τότε είναι πολύ πιθανό εκείνο να μεγαλώσει με το σύνδρομο του απατεώνα και να αδυνατεί να εσωτερικεύσει τα επιτεύγματά του. Το ίδιο αποτέλεσμα φέρνει πολλές φορές και η εκ διαμέτρου αντίθετη στάση των γονιών. Όταν οι γονείς αντιμετωπίζουν το παιδί ως υπερήρωα που μπορεί να κάνει τα πάντα άψογα, χωρίς να γίνεται αναφορά σε ένα συγκεκριμένο ταλέντο του παιδιού, τότε είναι πολύ πιθανό μεγαλώνοντας το παιδί να εκδηλώσει το σύνδρομο του απατεώνα.

Πολλές φορές, το σύνδρομο του απατεώνα συνδέεται και με την τελειομανία. Η βασική διαφορά ανάμεσα στον τελειομανή και το άτομο με σύνδρομο του απατεώνα ωστόσο είναι πως ο τελειομανής, τείνει να αποφεύγει πιο απαιτητικές καριέρες για επαγγέλματα τα οποία το άτομο θεωρεί πως μπορεί να ασκήσει με τέλειο τρόπο. Αντίθετα, το σύνδρομο του απατεώνα πολλές φορές οδηγεί τον άνθρωπο στο να πιστεύει πως παρά τις επιτυχίες του, όλα όσα επιτυγχάνει είναι θέμα τύχης.

Στην τελική, σε κάθε στάδιο είναι καλό να θυμόμαστε τη σημασία που έχουν τα λόγια που λέμε στον ίδιο μας τον εαυτό για την πορεία της ζωής μας. Όσο και αν η ενθάρρυνση και η υποστήριξη από το περιβάλλον μας είναι πάντα πολύτιμη, πρέπει να θυμόμαστε πως η δύναμη που χρειαζόμαστε για μια ευτυχισμένη και ισορροπημένη ζωή πηγάζει πάντα από μέσα μας και καλό θα ήταν να την εκμεταλλευτούμε. Το χρωστάμε στον εαυτό μας!

Συντάκτης: Νεφέλη Μπαντελά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου