Τρίτη. Η εξεταστική τελειώνει σύντομα, έχω ακόμα δύο μαθήματα να δώσω αλλά είμαι ήδη πτώμα από τη «μοναχική» ζωή που μου επιβάλει το διάβασμα.

Συνήθως διαβάζω αργά το βράδυ ή πολύ νωρίς το πρωί στην ησυχία, όταν η πόλη κοιμάται. Το άγχος είναι μεγάλο γιατί εκεί που σπούδαζα, εάν δεν περνούσες όλα τα μάθημα έκανες το έτος ξανά, δεν ήταν όπως στην Ελλάδα. Αλλιώς, ακόμα θα σπούδαζα.

Το απόγευμα τρέχω στο πρακτορείο να βγάλω αεροπορικά. Μέχρι 10 Σεπτέμβρη διακοπές! Το λες σίγουρα ευτυχία.

Είχα καταλήξει στην ιδέα να πάω πρώτα σε ένα αμόρε που είχα στο Ηράκλειο Κρήτης να δούμε τι γίνεται, γιατί δεν κυλούσε το πράγμα και μετά να πάω στους δικούς μου, που έκαναν δουλειές στο νησί των ανέμων όπου θα ερχόντουσαν εκεί έτσι κι αλλιώς κάποιοι φίλοι μου σε διάσπαρτες ημερομηνίες. 

Μοντπελιέ-Παρίσι. Παρίσι-Αθήνα. Παρίσι-Ηράκλειο Κρήτης. Τρεις πτήσεις η μία μετά την άλλη σερί. 

Σάββατο. Παίρνω το τρένο, φτάνω στο αεροδρόμιο, επιβιβάζομαι στο πρώτο αεροπλάνο και φτάνω στο Παρίσι. Στο τέρμιναλ για Αθήνα στο Ντε Γκολ, υπάρχει σούσουρο μέχρι που καταφθάνουν καμιά δεκαριά ένστολοι με σκυλιά. Έχουν ειδοποιήσει για βόμβα! Μας συγκεντρώνουν σε έναν διπλανό χώρο, κλείνουν την πύλη και μετά από μισή ώρα ακούμε έναν δυνατό κρότο. Η βόμβα εξουδετερώθηκε επιτυχώς κι εννοείται ότι είδα κι έλαβα κορίτσι πράμα, αυτό εξυπακούεται.

Μπαίνω στο δεύτερο αεροπλάνο με μεγάλη καθυστέρηση που σημαίνει ότι δεν θα προλάβω το τρίτο. Ταλαιπωρημένη -αλλά ζωντανή- παρακαλάω στο γκισέ να μου βρουν μια θεσούλα στην επόμενη πτήση για Ηράκλειο, εφόσον δεν ήταν και δική μου υπαιτιότητα η καθυστέρηση. Μπαίνω λίστα αναμονής και για καλή μου -ή και για κακή μου- τύχη μπαίνω στη βραδινή πτήση.

Φτάνω επιτέλους στο Ηράκλειο, νύχτα πλέον και δεν έχει έρθει κανείς να με πάρει. Προέκυψε δουλειά. Ναι συμβαίνουν αυτά, αλλά γιατί να συμβαίνουν απόψε; Πήρα λοιπόν ένα ταξί και πήγα μόνη μου. Ήταν ήδη μεσάνυχτα κι εγώ είχα φύγει από το σπίτι μου στη Γαλλία στις 7 το πρωί. Αφενός, περίμενα απ’ έξω μέχρι να τελειώσει η επείγουσα δουλειά, αφετέρου στο ψυγείο δεν είχε ούτε παγάκια, ενώ την επόμενη μέρα πάλι δούλευε και τη μεθεπόμενη ξαναδούλευε και πάει λέγοντας.

Χμ, τελικά η ιδέα μου δεν ήταν και πολύ καλή. Δεν διάβαζα εγώ 30 μέρες 12ώρα, ούτε ταξίδευα 24ώρες, ούτε γλύτωσα από βόμβες για να κάθομαι μονάχη μου σε ένα σπίτι. Όχι αγάπη μου!

Δευτέρα. «Ναι, παρακαλώ, ένα εισιτήριο για Μύκονο. Για σήμερα, ναι. Όχι, δεν θέλω επιστροφή».

Έρχονται οι δικοί μου στο αεροδρόμιο όλο χαρά να με υποδεχτούν. Είχαν δουλειές αλλά φρόντισαν να τακτοποιηθώ και μου έδειξαν τα κατατόπια. Η παραλία είναι μόλις δύο λεπτά με τα πόδια, βγαίνεις από τη πόρτα και κατεβαίνεις απλώς μερικά σκαλιά. Τι ευλογία Θεέ μου! Βάζω μαγιό τώρα!Με χαιρετάνε κάτι άγνωστοι, τους χαιρετάω πίσω. Εμφανίζονται τρεχάτοι και οι δικοί μου, «ό,τι θέλεις να φας να πιεις, σ’ αυτόν εκεί, δικός μας άνθρωπος. Λοιπόν, άντε τα λέμε αργότερα».

Ο ήλιος λάμπει και το πρώτο κύμα φίλων μου καταφθάνει αύριο κιόλας. Τρελοί με το νησί αυτοί, πρώτη φορά για μένα, θα περάσουμε πολύ ωραία!

Κι έτσι κι έγινε.

Από τον Ιούνιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο έμεινα εκεί. Να κατεβαίνω τα σκαλάκια και να κάνω μπάνιο σε γαλάζια νερά, να βγαίνω και να χορεύω ως το πρωί στα beach bar, τα club και τα after, να βλέπω σχεδόν κάθε μέρα το ηλιοβασίλεμα και πολύ συχνά και το ξημέρωμα, να χάνομαι στα σοκάκια, να αράζω στην αιώρα του σπιτιού με βιβλία, να έρχονται οι φίλοι μου και να φεύγουν, να κάνω τρομερούς καινούριους, να έχω δίπλα μου τους δικούς μου για οικογενειακές στιγμές θαλπωρής, να χάνω απολύτως την αίσθηση του χρόνου, να κάνω τις καλύτερες διακοπές της ζωής μου.

Μέχρι και δουλειά βρήκα ενώ δεν είχα καν αποφοιτήσει. Όσο για το «αμόρε», ήρθε μια φορά μπας και σώσει τη κατάσταση, αλλά εγώ είχα ήδη ερωτευθεί το νησί, τη ζωή κι …έναν άλλον.

Η ζωή είναι μικρή, δεν περιμένει κανέναν.

Καλό καλοκαίρι! 

 

Συντάκτης: Ελεωνόρα Μπούσουλα