Βρίσκεσαι στον καναπέ σου αγκαλιά με ένα μπολ δημητριακά με γεύση σοκολάτα και κάνεις ζάπινγκ. Ξαφνικά χτυπάει μήνυμα στο κινητό σου, σε ‘χουν προσθέσει σε μια διαδικτυακή ομάδα στο Facebook. Μια φωτογραφία από παιδάκια χαμογελαστά στη σειρά και δεξιά όλο θαυμασμό ποζάρει η δασκάλα τους. Όπα! Αναγνώρισες τον εαυτό σου.

Ένα από αυτά είσαι εσύ. Μια συγκίνηση σε πιάνει. Ηλικία; Εννέα ετών. Όλος ο αποπροσανατολισμός του γούστου της μητέρας σου σε μία φωτογραφία. Η κόμμωση και το χτένισμά σου ήταν καθαρή επιρροή των Duran Duran πάνω σου. Όλο αυτό το στιλ ερχόταν και κούμπωνε με ένα γαλάζιο ματόχαντρο -αποτροπή πιθανού ματιάσματος. Αναγνωρίζεις δεξιά σου εκείνο το πιτσιρικάκι που περνάγατε ώρες ατελείωτες μαζί, το πρώτο κολλητάρι σου.

Μοιραζόσασταν το ίδιο θρανίο και κάνατε όνειρα για όταν μεγαλώσετε. Είχατε τα μυστικά σας που μόνο εσείς οι δυο τα γνωρίζατε. Ξέρατε ο ένας για τον άλλον τα πάντα, απ’ το αγαπημένο χρώμα μέχρι το ποιον «αγαπούσε» απ’ την τάξη. Ήταν σίγουρο ότι θα ήσασταν παντοτινά φιλαράκια. Χαράζατε παντού τα αρχικά των ονομάτων σας, σαν να ξέρατε πως ακόμα κι αν σας απομακρύνει ο χρόνος, εκείνα τα χαραγμένα ονόματα στα δέντρα θα μείνουν για πάντα μαζί. Δυστυχώς ο χρόνος σας απομάκρυνε, και τώρα είναι ευκαιρία να ξαναβρεθείτε.

Θυμήθηκες τα αυτοκόλλητα που μάζευες για να τα κολλήσεις σε εκείνο το άλμπουμ με τους αγαπημένους σου ηθοποιούς. Όλες αυτές οι αναμνήσεις, γεμάτες νοσταλγία, ξαναζωντανεύουν κι ακούς πάλι εκείνο το κουδούνι του σχολείου να χτυπάει. Ακούς τη φωνή της αγαπημένης σου δασκάλας, αλλά και την τρομερά αυταρχική φωνή του διευθυντή, που ήταν έτοιμος να σε τιμωρήσει για κάποια αταξία σου. Όλες εκείνες τις τιμωρίες που σε ‘βαζαν να γράψεις κάτι εκατό φορές, για να μην το ξανακάνεις. Τις ατελείωτες ώρες που σηκωνόσουν για να ξύνεις το μολύβι σου πάνω απ’ τον πλαστικό μικρό κάδο απορριμμάτων -όλες οι αίθουσες είχαν στη γωνία κάποιας τάξης. Το κυλικείο που στριμωχνόσασταν για να πάρετε ένα χυμό ή και παγωτό. Τα καλοκαιρινά μπουγελώματα. Αλλά και τον πρώτο σου έρωτα.

Θυμήθηκες μέχρι κι εκείνο το δέντρο που μαζευόσασταν όλα τα παιδάκια και λέγατε ιστορίες που, δήθεν, είχατε ακούσει. Όσο πιο τρομαχτική τόσο πιο συναρπαστική, ανακάλυπτες το άπειρο της φαντασίας σου. Μέχρι και νεράιδες έλεγες πως είχες δει κάποτε που πήγες διακοπές με τους γονείς σου. Οτιδήποτε θα τραβούσε το ενδιαφέρον τον συμμαθητών σου, έτσι ώστε να κάθονται να σε ακούνε μέχρι να σας χωρίσει ο ήχος του κουδουνιού. Κι όλα αυτά παραμένουν ζωντανά μόνο στις αναμνήσεις σου. Τα σαγόνια του χρόνου κατάφεραν να τα καταβροχθίσουν όλα.

Αφού έκανες ένα flashback στα χρόνια τα παιδικά σου, τώρα ήρθε η ώρα να επανέλθεις στην πραγματικότητα. Ετών 33, επάγγελμα «απλήρωτος καλλιτέχνης στην αναζήτηση δουλειάς», δηλαδή σέρβις σε κάποια καφετέρια. Προσθέτεις όλους εκείνους τους μπόμπιρες που τώρα είστε συνομήλικοι στη σελίδα σου στο facebook και ξεκινάς μια επαφή με το παρελθόν, με σκοπό να ορίσετε μέρα κι ώρα συνάντησης για το πολυπόθητο reunion. Μαζεύεις όλες τις φωτογραφίες εκείνες που βρήκες στο κρυμμένο μπαούλο της μητέρας σου. Έχεις βρει μέχρι και το πρώτο σου δόντι, φυλαγμένο σε ένα κομμάτι ύφασμα. Συγκίνηση! Τα πετάς όλα στην τσάντα σου κι ετοιμάζεσαι για τη συνάντηση.

Ως περίεργο τυπάκι που είσαι, μπαίνεις στο διαδίκτυο κι ελέγχεις το μαγαζί στο οποίο έχετε δώσει το ραντεβού. «Καφέ η απόγνωση,  ένα μαγαζί για πρόωρους γέροντες. Χαμογελάς, δεν μπορεί, σκέφτεσαι ότι μετά θα πάτε να τα τσούξετε σε κάποιο μπαράκι και θα μιλάτε ατελείωτες ώρες για εκείνα τα χρόνια.

Φοράς το αγαπημένο σου τζιν με μια απλή μπλούζα και ξεκινάς. Έφτασες, σπρώχνεις την πόρτα εισόδου που ξαφνικά σου φαίνεται πολύ βαριά, και μπαίνεις. Ένα τραπέζι γεμάτο με αμίλητους συνομήλικους. Σε κάποιους από αυτούς ο χρόνος ήταν ευγενικός. Άλλοι είχαν παντρευτεί τα ψυγεία τους. Ήταν όλοι εγκλωβισμένοι στις τωρινές τους ηλικίες. Έχεις φτάσει ως εδώ, σε είδανε, σε αναγνώρισαν, τώρα είναι αργά για να φύγεις και τώρα πρέπει να ξανασυστηθείτε απ’ την αρχή.

Έχουν περάσει δυο ώρες και δε βρίσκεις κανένα κοινό σας στοιχείο, πάρα μόνο ότι έχετε μοιραστεί τα παιδικά σας χρόνια. Ίσως σε κάποιον παράλληλο κόσμο να γνωρίζεστε, όχι όμως τον παρόντα χρόνο. Λόγια κενά, αμήχανες σιωπές, δε γνωρίζουν καν τα μέρη που συχνάζεις κι η πρώην κολλητή σου είναι παντρεμένη με τρία παιδιά και διευθύντρια γνωστής τράπεζας, ενώ εσύ έχεις απαρνηθεί τα δυο κλισέ της ηλικίας σου, γάμο και παιδιά. Ακόμα ρωτάς τη μητέρα σου, που μένεις μαζί της, αν έχει δει τη χαμένη σου κάλτσα, που έχει πάνω τον αγαπημένο σου ήρωα απ’ τα καρτούν.

Προς το παρόν προτιμάς να βρεθείς στη θέση του αμέτοχου παρατηρητή κοιτώντας τον δείκτη του ρολογιού σου. Αφού πέρασαν αρκετές ώρες συζητώντας για πολιτική, για ποια εταιρεία πάνες διαλέγετε έτσι ώστε να ‘ναι η σωστή για το δερματάκι του μωρού, αλλά αφού έχετε αναλύσει και ποιον θα ψηφίσετε για δημοτικό σύμβουλο, ήρθε η ώρα να αποχωρήσεις. Τους χαιρετάς και φεύγεις, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να τα ξαναπείτε και κλείνεις την πόρτα πίσω σου.

Γνωρίζεις πια πως όσα έζησες στα παιδικά σου χρόνια θα μείνουν για πάντα μαζί σου. Πίσω απ’ τις μάσκες τους θα ‘ναι ακόμα εκείνοι οι μπόμπιρες που θα σε περιμένουν στο προαύλιο κι ο παιδικός σου έρωτας θα ‘χει ακόμα μαλλιά. Κάποια παιδιά δε θα μεγαλώσουν ποτέ. Κάποιοι δε θα κλειστούμε στη φυλακή της ηλικίας μας. Ας παραμείνουμε για πάντα παιδιά.

Συντάκτης: Ρόμυ Βασιλειάδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη