Το να είσαι γονιός έχει φοβερές απαιτήσεις και η εποχή που ζούμε δε βοηθάει ιδιαίτερα. Ακόμα και σε μικρές ηλικίες, 2-7 ετών, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανταπεξέλθει κανείς με βάση τα δεδομένα και δη στις μονογονικές οικογένειες, πραγματικά βγάζεις το καπέλο. Και λέγοντας μονογονικές, θα προσθέσω και τον γονέα που, αν και σε σχέση, παραμένει μόνος του να σηκώνει το βάρος της ανατροφής.
Έχει γίνει συνήθεια να ακούμε στις ειδήσεις για παιδιά μικρής ηλικίας να καταφεύγουν στη βία ως τρόπος για να επιβληθούν, να τραμπουκίζουν με το καλημέρα σας, να κακοποιούν λεκτικά και σωματικά, να εκφράζονται μέσα από τον θυμό και την οργή. Τα φαινόμενα αυτά, γνωστά κι ως tantrums έχουν αυξηθεί σε συχνότητα την τελευταία δεκαετία, ενώ τα παιδιά είναι λες και γεννιούνται με αγωνία, ένταση, φόβο και ξεσπάσματα, λες και δεν μπορούν ούτε για λίγο πια να είναι παιδιά με τη ρομαντική κι αθώα έννοια. Λες και τούς στερήθηκε για πάντα το δικαίωμα της ξεγνοιασιάς.
Έχουμε λοιπόν ένα παιδί καθημερινά σε κατάσταση ανάγκης και τον γονέα στα πρόθυρα της τρέλας, να διαχειρίζεται αυτή η φάση των παιδιών χωρίς καμία επιτυχία. Κι όση υπομονή κι αν κάνει, όσα άρθρα κι αν διαβάσει κι όσες συμβουλές κι αν λάβει, τίποτα δε φαίνεται να βοηθάει. Κι έπειτα, έρχεται το αίσθημα της αποτυχίας: “Γιατί οι άλλοι γονείς τα καταφέρνουν;” Με το «άλλοι γονείς», ξέρετε, όλοι αναφερόμαστε σε αυτούς τους γονείς που έχουν σπουδάσει ψυχολογία και μέσα από έρευνα και βιβλία μας λένε τη θεωρία. Όχι βέβαια ότι δεν είναι αληθή αυτά που λένε, απλώς είναι η θεωρία κι όπως γίνεται πάντα με τις θεωρίες, η πράξη είναι το δύσκολο κομμάτι.
Γιατί στην πράξη, τα παιδιά δεν είναι όλα ίδια και δεν έχουν ξεσπάσματα για τους ίδιους λόγους, οι γονείς δεν είναι όλοι διαθέσιμοι να βρουν τη λύση ακόμα κι αν λένε ότι την ψάχνουν, ούτε όλοι ζουν σε ένα όμορφο ήρεμο σπιτικό χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση ή έχοντας περάσει ωραία παιδικά χρόνια χωρίς άσχημα βιώματα και πληγές. Οπότε, μια θεωρία δε βοηθάει σε όλα.
Ποιος και τι φταίει όμως για τα ξεσπάσματα των παιδιών; Τι λάθος κάνουμε ως γονείς; Διότι, κανένα παιδί δεν ευθύνεται για τη συμπεριφορά του· η διάθεση, ο τρόπος και τα συναισθήματά του είναι σε απόλυτη συσχέτιση με εμάς. Κι εμείς, με τα δικά του. Ένας τρόπος -ο βασικότερος που χρησιμοποιούν τα παιδιά έως την ηλικία των 7ετών, για να λάβουν απαντήσεις στη συμπεριφορά τους- είναι ο καθρέφτης. Όλα τα παιδάκια, τα πρώτα 7 χρόνια ζωής τους κάνουν ακριβώς ό,τι βλέπουν από μας κι ό,τι «βλέπουν» με τα μάτια της ψυχής ότι έχουμε αδούλευτο στην προσωπικότητά μας, μάς το πετάνε στα μούτρα. Μέσω αυτής διαδικασίας επιτυγχάνουν -ή όχι- να λάβουν αυτό το οποίο διεκδικούν, μα ταυτόχρονα ο γονέας, έχει μια τεράστια ευκαιρία να βελτιώσει τις δικές του ελλείψεις. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα «λάθους» απαραίτητα, αλλά όλα είναι κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας του ανθρώπου. Απλώς ο γονέας, σε αντίθεση με το παιδί, είναι σε θέση να το γνωρίζει αυτό.
Γι’ αυτό, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι γονείς, είναι να προσπαθούν. Να προσπαθούν όσο πιο πολύ μπορούν και να μην εστιάζουν στο παιδί τους ψάχνοντας το πρόβλημα, αλλά στους εαυτούς τους και τα σύνδρομα τα οποία οι ίδιοι προβάλουν. Να εστιάσουν στο γιατί είναι οι ίδιοι θυμωμένοι με τη συμπεριφορά του παιδιού τους κι όχι στο γιατί εκείνο θύμωσε. Στο τι κοινά βλέπουν στα ξεσπάσματά του σε σχέση με τα δικά τους. Έτσι, γονείς και παιδιά, θα μπορέσουμε να λύσουμε τον γόρδιο δεσμό φτιάχνοντας μια σχέση, εξ αρχής, υγιή. Και τότε, λόγος για θυμό δε θα υπάρχει, να είστε σίγουροι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου