Θα ξεκινήσω ζητώντας σου να ρίξεις ένα βλέφαρο στο παρελθόν, κάτι που όλοι έχουμε. Άλλοι το κρατούν ζωντανό και στο παρόν τους, δηλώνοντας άρνηση να το αφήσουν εκεί που ανήκει, άλλοι το έχουν διαγράψει εντελώς, άλλοι δεν μπορούν. Ιστορίες με άδοξο τέλος, ηλιοβασιλέματα που έμειναν στη μέση, φεγγάρια μισά. Ερωτήματα, μη ρητορικά, που όμως δεν απαντήθηκαν ποτέ ή απαντήθηκαν λειψά, βουτηγμένα στο ψέμα. Καμία τέτοια απάντηση δεν κάλυψε ποτέ κανέναν, το ξέρω. Ούτε εμένα, ούτε εσένα. Δε ζητήθηκε ποτέ το κάτι παραπάνω, παρά μόνο το ελάχιστο. Κι όμως, το χάσατε στα ρέστα. Δικαιολογίες φθηνές, απαντήσεις προβαρισμένες κι έτοιμες, σαν ρούχα ήδη φορεμένα.

Πώς όμως τις ξεχωρίζεις; Από τις απαντήσεις. Τι είναι αυτό που σε οδηγεί να τις πετάξεις, σαν να μην τις πήρες ποτέ, ή να τις πιστέψεις, να τις σεβαστείς και να τις χρησιμοποιήσεις για να γιατρέψεις ακόμα και τις πληγές που ενδεχομένως προκάλεσαν; Πολλοί θα μπουν στη διαδικασία να δώσουν λίστα. Κουτάκια έτοιμα να τσεκαριστούν. «Το έχει ξανακάνει σε προηγούμενες σχέσεις», «Το έχω ξανακούσει παλιά», «Κοίταζε αλλού όταν απαντούσε ή κόμπλαρε» και πολλά άλλα tips για να διαβάσεις μια απάντηση, να τη μεταφράσεις. Σίγουρα είναι μερικά στοιχεία που όντως φωνάζουν πως ακούς ένα ψέμα, και μάλιστα από χιλιόμετρα. Ακόμα και η στάση του σώματος μπορεί να παίξει τον ρόλο της, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, εκείνη τη στιγμή, τόσοι ευάλωτοι και χαμένοι, κανείς μας δε θα ψάξει βελόνα στα άχυρα, ακόμα κι αν βρίσκεται μπροστά του.

Είναι το ένστικτο που κάνει όλη τη δουλειά. Κι όμως, μοιάζει ανόητο, αβάσιμο και πολλές φορές αναξιόπιστο για να είναι το μόνο εργαλείο που θα κατευθύνει την κρίση κάποιου. Ωστόσο, αυτό είναι που θα σου ανοίξει τα μάτια. Καμία συμβουλή, κανένα by the book, κανένα cheat της ζωής. Μιλάω για το ένστικτο αυτό, που όταν όλα μοιάζουν ρόδινα, «κάτι δεν κολλάει». Αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο που ενεργοποιείται είτε με λόγια είτε με πράξεις, καθαρά υποκειμενικά για τον καθένα. Που θα ξεχωρίσει τη δικαιολογία από την πραγματικότητα, θα φιλτράρει το «έκλεισε το κινητό μου από μπαταρία» ή το «θέλω χρόνο για μένα».

Πίστεψέ με όταν σου λέω, έχω ακούσει παραμύθι για παραμύθι. Μιλάω για δικαιολογία του τύπου «έχω φάει ψάρι κι όταν τρώω ψάρι δε βγαίνω γιατί θα μυρίζω». Εκεί δε χρειαζόμουν φίλους να μου το πουν, φώναζε όλο το μέσα μου. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν όντως αλήθεια, αλλά βλέπεις, είναι ο τρόπος που ειπώθηκε, ο λόγος που ειπώθηκε ή ακόμα κι η μέρα ή η ώρα που ειπώθηκε, που με έκαναν να το δω έτσι. Δε με ενδιαφέρει καν να μάθω, είμαι σίγουρη εγώ για την κρίση μου, το ένστικτό μου. Όσο απογοητευμένη, όσο θολωμένη κι αν ήμουν, παρέμεινε ακλόνητη κι ήρθε να μου αποδείξει πόσο δίκιο είχε, πολύ αργότερα. Γιατί έτσι πάει, δε μαθαίνεις αμέσως, παίζεις λίγο με τις πιθανότητες. Τίποτα όμως δε μένει έτσι μισό, όλα βλέπουν το φως του ήλιου που μόλις ανέτειλε.

Καλώς ή κακώς, θ’ ακούσεις πολλές φορές πράγματα που δε θα σε καλύπτουν. Πράγματα, που αντί ν’ απαλύνουν, να γιατρέψουν, κόβουν πιο βαθιά. Και ποτέ δε θα μάθεις να διαβάζεις πλήρως κάθε άτομο που περπατά σε δρόμους κοινούς και μη μαζί σου. Γι’ αυτό και πρέπει να είσαι προετοιμασμένος, θωρακισμένος. Να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου. Ξέρει πράγματα που ίσως εσύ ξέχασες, συνειδητά ή ανεπίγνωστα. Ξέρω, έχω πέσει κι εγώ στην παγίδα να παραμείνω σ’ ένα ψέμα, όταν μια αλήθεια φαντάζει ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις, για να μάθεις να φιλτράρεις. Για να ξεχωρίζεις την αλήθεια, πρέπει πρώτα να πιστέψεις όλα τα ψέματα.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου