Έκλεισα με μανία το κινητό και ξέσπασα σε λυγμούς. Τον αγαπούσα, αλλά είχε μοναδικό χάρισμα να μου ανεβάζει την πίεση σε δυσθεώρητα ύψη. Τόσο που αμφέβαλλα για το κατά πόσο αυτή η σχέση θα κρατούσε.

Μέσα στην ταραχή μου, δεν την άκουσα καν που πλησίασε και κάθισε δίπλα μου. Με χάιδεψε με το τραχύ της χέρι, με κανάκεψε όπως όταν ήμουν πιτσιρίκα. Δε ρώτησε, άλλωστε τόση ώρα φώναζα, είχε καταλάβει. Μόνο ξεκίνησε να μου λέει:

«Ήταν στα 1940, που συνάντησα πρώτη φορά τον παππού σου. Με είχε πρωτοδεί στη γωνία της οδού Δωδεκανήσου στα Καμίνια. Περνούσα πάντα από εκεί, τελειώνοντας από το ραφτάδικο που ήμουν μαθητευόμενη. Ίδια ώρα κάθε μεσημέρι κι αυτός πάντα εκεί, μ’ένα γλυκό.

Μου πρόσφερε κορνέ με κρέμα κι ύστερα έφευγε. Για μήνες, κάθε μέρα εκείνος στην ίδια γωνιά.

Δεν είχαμε λόγια, ούτε πηγαίναμε βόλτες. Δεν επιτρεπόταν σ’εκείνη την εποχή κάτι τέτοιο για ένα κορίτσι. Όμως είχαμε όνειρα και ας μην μιλούσαμε.

Ξέρεις πόσα όνειρα κρύβει μία σιωπή; Ξέρεις πόσα λόγια λένε τα μάτια;

Όλη η ζωή μπορεί να χτιστεί ή να γκρεμιστεί από μία μόνο ματιά, μιας στιγμής.

Ο αδερφός μου είχε σχέση με την αδερφή του παππού σου. Για την ακρίβεια δεν είχαν σχέση, ήταν αρραβωνιασμένοι.

Αυτό μαύριζε όλα μου τα όνειρα. Έπρεπε να γίνει συμπέθερος κι όχι σύζυγος μου. Ένας από τους δύο έπρεπε να κάνει πίσω. Ή εγώ ή ο αδερφός μου.

Παλιά μυαλά, ασπρόμαυρα.

Ένα απόγευμα, φόρεσα το πράσινο φόρεμά μου, και το έσκασα μαζί του. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Όλη μας η περιουσία τριακόσιες δραχμές και πολλές καταθέσεις αγάπης. Μείναμε σ’ένα δωμάτιο στην παλιά Κοκκινιά. Μοναδικά έπιπλα, ένα παλιό ξύλινο κρεβάτι με τους σουμιέδες να τρίζουν σε κάθε γύρισμα κι ένα σπασμένο τραπέζι.

Το πρώτο μας παιδί ήταν εκτός γάμου. Για την κλειστή μας γειτονιά αυτό ήταν ποινικό αδίκημα, αλλά δε μας ένοιαζε.

Καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον, ακουμπάγαμε τα γόνατα μας και τρώγαμε ηλιόσπορους. Στο τέλος μετράγαμε ποιος έφαγε τους περισσότερους και γελούσαμε πολύ.

Αυτό το γέλιο, έχτιζε τις στιγμές μας.

Εκείνος, μου είχε αγοράσει το εισιτήριο για ένα μαγικό ανεπανάληπτο ταξίδι χωρίς προορισμό και τέλος. Με μπουνάτσες και φουρτούνες, με άνεμους και βροχές. Επιβιώναμε, ταξιδιώτες στ’όνειρο μας.

Κυλούσαν τα χρόνια. Την σχέση εκτός γάμου τη συνήθισαν όλοι, κάποτε. Ανάμεσα σε κλάματα μωρού, παλιά έπιπλα και δυσκολίες, βγαίναμε νικητές.

Παλεύαμε με την καθημερινότητα και καταφέραμε να κάνουμε τον ερωτά μας ρουτίνα. Δεν εννοώ ρουτίνα με την αρνητική έννοια της λέξης. Εννοώ την ρουτίνα που γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του ταξιδιού.

Τον εμπιστευόμουν και με εμπιστευόταν. Μου είχε πει να μη σπαταλάω τη ζωή μου στις λεπτομέρειες μα στην ουσία κι αυτό έκανα.

Υπήρχαν στιγμές που το ταμείο της οικογένειας μας στέρευε αλλά όχι και η δύναμή μας. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι, όσο και φτωχοί. Δεν ξέρω πως τα καταφέραμε αλλά πέρασαν έτσι τόσα χρόνια. Εμένα μου φάνηκαν μια στιγμή.

Το χέρι δε μου το άφησε ποτέ. Μπλέξαμε τις ζωές μας όπως τα χέρια μας και τα κρατήσαμε δεμένα.

Τα βράδια έβαζε τα πόδια του ανάμεσα στα δικά μου. Ήταν παγάκια, έλεγε, δε θα ευχαριστιόμουν τον ύπνο. Κούρνιαζα στην αγκαλιά του σαν παιδί και ας είχαν περάσει τα χρόνια. Είχα φτάσει τα εβδομήντα πια.

Έφυγε κι ακόμα και τότε με κοίταζε στα μάτια και ζητούσε συγνώμη που μ’αφήνει.  Ο άγγελός του όμως, είχε ήδη προγραμματίσει ταξίδι για κάπου αλλού. Τον πήρε. Αλλά όχι για πάντα, γιατί κάποια στιγμή θα πάω να τον βρω».

Όση ώρα μιλούσε, είχε γίνει εκείνο το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά, που χρόνια κουβαλούσε φωτογραφία στο πορτοφόλι ο παππούς μου. Τώρα οι ρυτίδες ξαναγύρισαν στο πρόσωπο και τα μαλλιά έγιναν πάλι γκρίζα.

«Με τον παππού σου αγαπηθήκαμε σε χρόνια που πάλευες για τη σχέση σου με τον άλλο. Ο έρωτας, αγάπη μου, είναι ο γκρεμιστής κι ο χτίστης. Γκρεμίζει άμυνες κι εγωισμούς και χτίζει σχέσεις ζωής. Με σεβασμό και κατανόηση.

Κι είναι όταν θέλει, τόσο μερακλής ο άτιμος, που περνά ολόκληρη ζωή, δίχως να το καταλάβεις, δίχως να τον βαρεθείς.

Άσε τα πείσματα λοιπόν στην άκρη και πάρ’τον τηλέφωνο. Κάποιος έχει πάντα λιγότερο και κάποιος περισσότερο δίκιο. Η ζυγαριά είναι για το μπακάλη. Οι σχέσεις θέλουν υποχωρήσεις. Και που ξέρεις, ίσως αυτό το «για πάντα» που σήμερα σου φαίνεται τόσο ουτοπικό, αύριο να είναι η αλήθεια της ζωής σου».

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά