Συνεχώς λέμε ότι ζούμε σε μια εποχή που όλοι είναι σκάρτοι, οι σχέσεις είναι ψεύτικες, όλοι κερατώνουν και τίποτα πια δεν είναι αληθινό. Η αποκλειστικότητα έχει χαθεί, ίσως εξαιτίας της μεγάλης προσφοράς κι όλοι μαζί κοροϊδεύουμε το πόσο ανούσιοι κι ελαφρόμυαλοι έχουν γίνει οι άνθρωποι. Μήπως, όμως, γίναμε κι εμείς σαν αυτούς;

Οι σχέσεις μας γίνονται όλο και πιο επιφανειακές, πράγμα λογικό αφού με το καλησπέρα σας έχουμε λάθος οπτική. Αντί να απολαύσουμε και να απαριθμήσουμε τα κομπλιμέντα που μας λέει ο άλλος, σκεφτόμαστε με πόσους ακόμα μιλάει ή βγαίνει. Όλοι έγιναν τόσο διαθέσιμοι και προσιτοί, κυρίως μέσω των social media. Όλοι μιλάνε με όλους, χωρίς καν να δίνουν σημασία στις ταμπέλες. Μερικούς δεν τους ενδιαφέρει αν υπάρχει σχέση, μεταμορφώνονται σε κακομαθημένα παιδιά που δε δέχονται το «όχι» ως απάντηση και τα θέλουν όλα δικά τους. Φυσικά πώς να σεβαστεί ένας τρίτος τη σχέση, όταν ο ίδιος που την έχει δίνει δικαιώματα κι ανοίγει πόρτες για τρίτους.

Έτσι καταλήγουμε να μπαίνουμε σε σχεδόν σχέσεις με μια προκατάληψη. Προγραμματιζόμαστε να μη νιώσουμε, να μη δεθούμε και να μην εμπιστευτούμε. Μέρα με τη μέρα αδειάζουμε από συναισθήματα κι ας μη δίνουμε καθόλου. Με αυτά τα σχεδόν και τα εφήμερα δεν περιμένουμε τίποτα από κανέναν. Αρχίζουμε και βαριόμαστε τα πάντα κι όλα μας κουράζουν. Βρισκόμαστε σε μια ενδιάμεση φάση, έτοιμοι να μην ξαναμιλήσουμε με κανέναν και ταυτόχρονα ελπίζουμε πως ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους θα βρεθεί κάποιος να αξίζει.

Ώσπου, μια μέρα, σε κάποιο ραντεβού, συζητάμε δυο άνθρωποι για την κατάντια των σχέσεων. Εκφράζουμε το «θέλω» μας, που δεν είναι άλλο απ’ το να βρούμε κάποιον που μαζί θα μεταβούμε απ’ την εποχή των σχεδόν σχέσεων σε αυτή των ουσιαστικών κι ολοκληρωμένων συμπορεύσεων. Συμφωνούμε, το συζητάμε γεμάτοι όρεξη και μοιάζουμε έτοιμοι να ξεφύγουμε από αυτόν το φαύλο κύκλο.

Ύστερα, πίνουμε άλλη μια τζούρα απ’ τον καφέ μας κι αλλάζουμε θέμα. Ούτε κουβέντα για σχέση, να πούμε «Ρε συ, το ίδιο ψάχνουμε, μήπως να το δούμε; Να το δοκιμάσουμε;». Κρυβόμαστε πίσω από αυτή την ομαδικά συμφωνημένη θεωρία κι αναλωνόμαστε σε εφήμερες σχέσεις. Όταν, όμως, εμφανιστεί κάτι καλό, ούτε λόγος να το δούμε σοβαρά. Να κάνουμε μια απλή σχέση κι όπου μας βγάλει. Αρκεί για μία φορά να βγούμε απ’ το καβούκι μας και να επενδύσουμε σε έναν άνθρωπο αποκλειστικά.

Είναι η στιγμή που συνειδητοποιούμε πως έχουμε στρογγυλοκάτσει και βολευτεί σε αυτόν τον κόσμο που επανειλημμένως κράζουμε. Ψάχνοντας για αληθινή σχέση, βολευτήκαμε στις εφήμερες. Φυσικά συνυπεύθυνος είναι ο φόβος, μια εικόνα στο μυαλό να μας θυμίζει πόσο πληγωθήκαμε εκείνη τη φορά. Σε μια επιφανειακή σχέση δεν κινδυνεύουμε, αφού δε δενόμαστε. Ακόμα κι αν τύχει και νιώσουμε τελικά κάτι, δεν έχουμε επενδύσει ουσιαστικά, οπότε αν κάτι στραβώσει, μικρό το κακό. Έτσι, επιλέγουμε κάθε φορά τον εύκολο δρόμο που δε θα μας βλάψει.

Είναι τελικά, όμως, αυτός ο εύκολος δρόμος; Μετά από τόσες σχέσεις με τους λάθος ανθρώπους φθειρόμαστε. Δεν ξέρουμε αν θα έχουμε τη διαύγεια στο τέλος να δούμε σε ποιον αξίζει να επενδύσουμε. Όσο χαλαροί κι ατρόμητοι κι αν προσπαθούμε να δείξουμε, μέσα μας έχουμε κουραστεί. Δε θέλουμε άλλο να συζητάμε για το πώς έχουν καταντήσει οι σχέσεις και δειλά-δειλά να γινόμαστε ένα με αυτές.

Στο τέλος της ημέρας, το μόνο που αναζητάμε είναι έναν άνθρωπο που θα μας πιάσει απ’ το χέρι και με θράσος θα πει «Σε θέλω, μείνε δίπλα μου να το προσπαθήσουμε».

Συντάκτης: Μαρία Λιμαντζάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη