Κάθε φορά που βρισκόντουσαν γελούσαν συνωμοτικά με ματιές που υπόσχονταν ότι θα συμπεθεριάσουν. Ποιοι γονείς βγάζουν έξω απ’ το χορό τα παντρολογήματα; Ακόμα κι αν έχουν όνειρα για ‘σένα, για να πραγματοποιήσεις στόχους και καριέρα, πάντοτε έχουν στο νου τους και ποιον θα τους φέρεις για γαμπρό ή για νύφη.

Μιας κι οι σχέσεις μεταξύ γαμπρού-νύφης και πεθερικών είναι χρόνια τώρα παρεξηγημένες, ίσως και εκ των προτέρων καταδικασμένες να οδηγήσουν σε διενέξεις, οι γονείς σου θέλουν κατά βάθος όσο μπορούν να ελέγχουν τι περνάει απ’ τη ζωή σου, ίσως και για να σου δημιουργήσουν από μικρή ηλικία πρότυπα για το πού να κοιτάς και τι ν’ αναζητάς, ώστε να μην πληγωθείς.

Κάθε φορά που βρισκόντουσαν γελούσαν συνωμοτικά, καθώς η μία οικογένεια ανατρέφει το ήσυχο, ντροπαλό, κατασταλαγμένο και φυσικά ώριμο παιδί που ταιριάζει γάντι με το ζωντανό, ενεργητικό και δυναμικό της άλλης. Γίνεται αυτά τα δύο βλαστάρια να μην καταλήξουν μαζί; Να, αυτά έλεγαν και θύμωνες γιατί δεν καταλάβαινες ότι αποτελούσε μια χαζοκουβέντα μεταξύ τους για να περνάει η ώρα και γιατί βεβαίως δεν μπορούσες να δεις όλα αυτά τα θετικά χαρακτηριστικά που σου προωθούσαν, λες κι έκαναν διαφημιστικό σποτ.

Μπορεί να σκεφτόσουν άλλα μάτια, για χάρη των οποίων σκάλιζες καρδιές και «σ’ αγαπώ» στο σχολικό σου θρανίο, ζωγράφιζες στα βιβλία και μετά έτρεχες να τα σβήσεις για να μη γίνεις αντιληπτός απ’ τη μαμά στο σπίτι, έστελνες ραβασάκια και ζούσες έτσι ανέμελα στα πρώτα αθώα ερωτικά σκιρτήματα. Μπορεί να μη σκεφτόσουν και τίποτα απ’ αυτά κι όλη αυτή η έντονη κουβέντα περί γάμου σου φαινόταν τόσο μακρινή και ξένη, που απλά, όποτε την έπαιρνε το αφτί σου, έφευγες απ’ το χώρο κλείνοντας εμμονικά τ’ αφτιά σου και πήγαινες κάπου για να μην τους ακούς.

Πώς μπορούσαν να πιστέψουν ότι εσύ θα γύριζες ποτέ να κοιτάξεις αυτό το άτομο που το ήξερες από τότε που κατουρούσε το βρακί του; Προσπαθούσες να διώξεις αμέσως απ’ το μυαλό σου αυτή τη σκέψη, έχοντας κολλήσει σ’  επιφανειακά  χαρακτηριστικά, αγνοώντας τι μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ τα προφανή καθώς επίσης δεν μπορούσες να διανοηθείς ότι έχει γοητεία κάποιος όταν γελάει, όπως κι αν είναι τα δόντια του, που και στην τελική κι αυτά διορθώνονται.

Όταν αυτά τα κατάλαβες όμως, ίσως και να ‘ταν αργά. Αρχικά, το μυαλό σου γεμίζει ερωτηματικά για το ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ‘χεις απέναντί σου κι όταν πια αυτά φεύγουν και δίνουν τη θέση τους σ’ ένα φωτεινό λαμπάκι, τότε αμέσως αυτό καίγεται, προκαλώντας στον εγκέφαλό σου βραχυκύκλωμα, απ’ τα λιγότερο αντιμετωπίσιμα. «Πώς ομόρφυνε έτσι»; Κι όταν συνειδητοποιείς ότι εξέφρασες φωναχτά τη σκέψη σου, προσπαθείς να το σώσεις μπροστά στους άλλους που σε κοιτάζουν και προσπαθείς διορθώσεις αυτό που μόλις είπες. «Εννοώ ότι έχει αλλάξει πολύ». Και τότε το μυαλό σου, αφότου έχει προσαρμοστεί στην ιδέα ότι δεν είσαι μόνος, συνεχίζει την ανάλυση: «Άραγε με θυμάται; Και γιατί να μη με θυμάται, άλλωστε; Λες να υπάρχει κάτι στη ζωή του αυτήν την περίοδο;»

Και τότε, έρχεται η εικόνα της μητέρας και του πατέρα σου και αντιλαμβάνεσαι πόσο προνοητικοί ήταν, κι ας μιλούσαν τότε για να ‘χανε να λέγανε, περί ανέμων κι υδάτων. Κι ας το ήξεραν καλά ότι εσύ επιλέγεις το σύντροφό σου κι ότι οι εποχές έχουν αλλάξει για να διαδραματίζουν τόσο ενεργό ρόλο στην επιλογή σου αυτή, είναι τώρα η στιγμή που εύχεσαι να ζούσες σ’ αυταρχική οικογένεια!

Κι εκεί που ‘χεις χαθεί στις ονειροπολήσεις σου, νιώθεις ότι κάποιος σε ‘χει εντοπίσει στο χώρο, ότι το βλέμμα του έχει πέσει πάνω σου. Ωχ, πλησιάζει, ωχ, με είδε. Τι λέμε τώρα; Πώς αντιδράμε; Μήπως να κάνω πως δε γνωριζόμαστε; Μα, το σώμα δε λέει να υπακούσει στις εντολές του νου που σε διατάζει να το βάλεις στα πόδια μέσα στην αμηχανία που κατακλύζει το είναι σου. Χαιρετάει την παρέα κι ας μην τη γνωρίζει, πόσο ευγενικός άνθρωπος! Χαμογελάει και τα δόντια του είναι λευκά κι ολόισια, θα μπορούσε κάλλιστα να διαφημίσει προϊόντα οδοντιατρικής κι όλα τα συναφή. Σου μιλάει και πλέον προφέρει όλα τα γράμματα της αλφαβήτου ως έχουν, καθαρά κι επιβλητικά. Κι έπειτα σε φιλάει σταυρωτά και νιώθεις την απαλότητα του δέρματός του, σε αντίθεση με την τραχιά επιφάνεια που έβλεπες πριν χρόνια κι άλλαζες πεζοδρόμιο στην ιδέα ότι προορίζουν αυτό το άτομο για ‘σένα.  Δείχνει αυτοπεποίθηση, μα εσύ ακόμα δεν μπορείς να συνέλθεις απ’ το σοκ και ψελλίζεις τα κλασσικά «καλά είμαι, εσύ; Τι νέα;» κι εύχεσαι να μη δείχνεις τόσο αποσβολωμένος όσο νιώθεις.

Στην περίπτωση που δεις μια οπτασία δίπλα του να τον πλησιάζει και να του κρατά το χέρι, το καταπίνεις αναγκαστικά αμάσητο, τον βλέπεις στο όνειρό σου μετά και μαζί και τους γονείς σου που φωνάζουν θριαμβευτικά «σ’ τα λέγαμε εμείς!». Και ξέρεις, καμιά φορά από αυτές τις ιστορίες προκύπτουν οι πιο δυνατές σχέσεις, οι πιο όμορφες, γιατί απέκτησαν άλλη ουσία με τα χρόνια. Όλα δείχνουν, άλλωστε, ότι η συνάντηση αυτή μπορεί να ‘ναι μια ευκαιρία για να κανονίσετε έξοδο κι ό,τι προκύψει αν τελικά ταιριάξετε, τότε επιβεβαιώνεις με σιγουριά ότι κανείς βρίσκει τον έρωτα, όχι πάντοτε στα νέα και στ’ ανεξερεύνητα, μα εκεί που έχει κοιτάξει, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει ανακαλύψει.

 

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου