Ισχύει ότι μπορείς να αλλάξεις πολλά κι ότι μπορείς να τα φέρεις στα μέτρα σου, αν προσπαθήσεις. Ισχύει ότι μπορείς να κατακτήσεις μια υψηλή θέση στον εργασιακό σου τομέα, ότι μπορείς να γίνεις σημαντικός αφήνοντας ιστορία πίσω σου, ότι μπορείς να κάνεις όλους να μιλούν για ‘σένα είτε επειδή σε θαυμάζουν είτε επειδή σε ζηλεύουν και δεν μπορούν να σε φτάσουν.
Μα την καρδιά δεν επιλέγεις εσύ πού θα τη στρέψεις, κι ας ξέρεις να τραβάς την προσοχή με τα επιτεύγματά σου. Είναι δύσκολο κι ίσως μοιραία ακατόρθωτο ν’ αναγκάσεις την καρδιά ενός ανθρώπου να κοιτάξει τη δική σου και να την αγαπήσει, όπως πιστεύεις ότι αγαπάς εσύ τη δική του.
Το πιστεύεις, επειδή θα έδινες τα πάντα για να είχες την αγάπη του, όμως δεν του δίνεις την ελευθερία να καθορίσει αυτός τις επιλογές του και τον εξαναγκάζεις να νοιαστεί για ‘σένα, επειδή αυτό θα έκανες στη θέση του, επειδή ισχυρίζεσαι ότι το αξίζεις, ότι μαζί θα μπορούσατε να ‘στε η καλύτερη εκδοχή σας. Όμως, όλα αυτά ακούγονται τόσο πιεστικά για κάποιον που δεν μπορεί να τα πιστέψει, γιατί κάπως αλλιώς τα ‘χει φανταστεί, κάπως αλλιώς τα ‘χει ονειρευτεί.
Σε παγιδεύει εκείνο το παγερό του βλέμμα, εκείνες οι άηχες λέξεις των ματιών του, εκείνος ο επίφοβος τρόπος με τον οποίον στρίβει το τσιγάρο και πιάνει το ποτήρι κι εύχεσαι σαν τρελός να υπάρχει γραμμένο το όνομά σου στο χαρτάκι που τώρα γλείφει, εύχεσαι να ‘σουν η πίσσα που πασχίζει να κρατήσει μην του φύγει, ο καπνός που εισέρχεται στα πνευμόνια του, τον καταστρέφει, μα του είναι τόσο απαραίτητος, σαν φάρμακο με ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, εύχεσαι να μην άφηνε απαλά το ποτήρι πάνω στο τραπέζι, αλλά να ‘χε τη διαστροφή να το πετάξει κάτω με δύναμη, να ‘ρθει να σε βρει και να σου φωνάξει πως πεθαίνει για ‘σένα. Τον κοιτάς από μακριά σαν να ‘ναι ο ένας που κάνει όλους τους υπόλοιπους να μοιάζουν ασήμαντοι, μα σε κοιτά όπως θα κοιτούσε έναν ασήμαντο.
Αναρωτιέσαι πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ‘ναι τόσο αναίσθητος κι απαθής μπροστά σ’ ένα τόσο ζεστό βλέμμα, σαν το δικό σου, που του υπόσχεται τον ουρανό με τ’ άστρα κι αυτός επιλέγει να κοιτάζει το χώμα, αφήνοντας πού και πού αδιάφορες ματιές στον περίγυρό του για τον οποίο δείχνει ποσώς να νοιάζεται, μοιράζοντας προτάσεις κοφτές με δυνατές τελείες, που όμως χωρούν του κόσμου τ’ αποσιωπητικά.
Κι όταν αποφασίζεις να του στείλεις μήνυμα, η οθόνη κλαίει μαζί σου που το μήνυμα μένει αναπάντητο και που αν κάποια στιγμή ο παραλήπτης νιώσει την ανάγκη να γίνει ένας εκ νέου αποστολέας, οι τελίτσες που σημαίνουν πληκτρολόγηση φαίνονται τόσο βαριεστημένες κι άτονες, μέχρι που μετατρέπονται σε μηνύματα που ζητούν να ‘ναι τα τελευταία και να μην υπάρξουν άλλα.
Σκέφτεσαι πως ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να πεις, αυτός θα παραμείνει ανέκφραστος και μπλαζέ κι ότι εφόσον δεν μπορεί να εκτιμήσει όλα όσα νιώθεις εσύ, τότε δεν του αξίζει η αγάπη σου, αλλά ούτε κι η αγάπη κανενός, γιατί τα συναισθήματα εφευρέθηκαν για να βρίσκουν καρδιά κι όχι τοίχο μπροστά τους για να καταλήξουν πληγωμένα κι ερειπωμένα.
Αν το καλοσκεφτείς, δεν παγιδεύεσαι στην απόρριψη, μα στη γενίκευση που σε προφυλάσσει από κάθε είδους ανάληψη ευθυνών, απ’ οποιαδήποτε πιθανότητα να κοιτάξεις εντός σου, να εντοπίσεις ό,τι σου έχει μείνει και να το δώσεις κάπου όπου θα βρεις την ανταπόκριση που φαντάζεσαι ότι είναι η ιδανική. Αυτή η γενίκευση δεν αλλοιώνει μόνο τα αυθεντικά συναισθήματα που λες ότι νιώθεις, αλλά παραποιεί στα μάτια σου τον υπόλοιπο κόσμο, απαξιώνει τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίον σκέφτονται οι άλλοι και τα ισοπεδώνει όλα, απλώς για να μην αισθάνεσαι εσύ μετέωρος και για να ‘χεις κάπου να πιαστείς όταν τα βρίσκεις δύσκολα κι όταν δεν μπορείς ν’ αποδεχτείς ότι κάποιος άνθρωπος δεν ένιωσε όσα ένιωσες εσύ ή δεν ένιωσε τίποτα απ’ αυτά.
Ο εγωισμός αυτός κι η υπεροψία που επιδεικνύεις ως άμυνα, διότι απ’ ό,τι φαίνεται έχεις δυσανεξία στην απόρριψη, σε σέρνει απ’ τη μύτη και –μάντεψε– δε σ’ αφήνει να μυριστείς ότι εσένα μπορεί να μη σε κοίταξε, αλλά κοίταξε κάποιον άλλον κι όλα μέσα του βραχυκύκλωσαν, επειδή δε θέλει και πολύ να μπλοκάρει το σύστημα όταν βλέπουμε κάποιον και σκαλώνουμε. Μη μου πεις ότι δεν το ξέρεις.
Κι αυτός μπορεί να ‘στειλε μήνυμα και να είδε τις τελίτσες να χοροπηδούν είτε χαρούμενα είτε βαριεστημένα. Στην πρώτη περίπτωση, έλαβε το μήνυμα που ήθελε κι αν συμβουλευτείς την αγάπη που λες πως νιώθεις κι αρχίσει τις κατάρες, τότε άσε την στην άκρη, γιατί αυτός που αγαπάμε πραγματικά θέλουμε να ‘ναι και να περνάει καλά. Στη δεύτερη περίπτωση, πιθανώς να βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι εσύ τώρα κι αν αυτό ικανοποιεί τα εκδικητικά σου ένστικτα, δεν έχει και μεγάλη σημασία, γιατί εκ των πραγμάτων αυτό δεν τον φέρνει σε ‘σένα κι αν τον φέρει, δεν αξίζει. Διότι αν είναι κάποιος να ‘ναι μαζί σου, να ‘ναι επειδή το θέλει, το ποθεί, το ζητάει ο οργανισμός του σαν βιολογική ανάγκη, κι όχι επειδή κάποιος άλλος δε βόλεψε, κάποιος άλλος δεν ένιωσε.
Κανένας δεν είναι αναίσθητος. Όλοι έχουμε αισθήσεις και τις αξιοποιούμε για όσα εγείρουν την προσοχή μας. Όλα τ’ άλλα είναι απλώς ερεθίσματα που –επιλεκτικά ή όχι– αγνοούμε, γιατί το μυαλό μας πρέπει να κάνει κι αυτό λίγη οικονομία. Λογικά, για τον άνθρωπο αυτόν που σκέφτεσαι είσαι ένα παραπάνω έξοδο, κι αν το μυαλό του βρίσκεται κι αυτό σε καιρό κρίσης, επιλέγει να καταναλώσει τις δυνάμεις του σ’ αυτά που θεωρεί σημαντικά. Όλοι μας κάνουμε τις επενδύσεις που πιστεύουμε ότι αξίζουν κι εσύ σίγουρα είσαι η επένδυση κάποιου που σ’ έχει φάει με το βλέμμα του τόση ώρα που παρατηρείς πώς εκείνος στρίβει το τσιγάρο, πώς εκείνος πιάνει το ποτήρι. Υπάρχει κάποιος άλλος που σε κοιτάζει και πιάνει την καρδιά του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη