Αν ήμασταν σε ταινία, αυτή θα ήταν η σκηνή:
Πέφτει βροχή. Εσύ στο πεζοδρόμιο, εκείνος/η απέναντι, σας χωρίζει ένα κόκκινο φανάρι. Τα μάτια συναντιούνται και απλά ξέρεις — όχι με λέξεις, ούτε με λογική, αλλά με εκείνο το αρχέγονο, ενστικτώδες «κλικ» που δεν εξηγείται, μόνο σε διαλύει.
Και φυσικά, η μουσική παίζει. Κάποιο κομμάτι από τους The National ή έστω μια μελωδία του Hans Zimmer, να δίνει δραματικότητα στη στιγμή.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, μάλλον τον γνώρισες σε κάποιο μπαρ, όπου η μουσική ήταν τόσο δυνατά που δεν άκουγες ούτε τη φωνή σου — ή στην ουρά στο σούπερ μάρκετ. Ίσως να μύριζε βανίλια, ίσως να κρατούσε καφέ. Τίποτα δεν φώναζε «μοιραίο», αλλά κάτι σου σφηνώθηκε στο στομάχι. Το ένιωσες.

Και τότε ξεκίνησε αυτό το αλλόκοτο πράγμα που λέγεται «και τα δύο μαζί». Πάθος και αγάπη, σε αρμονία. Σπάνιο, σαν εκείνη την ατάκα που λέει η Julia Roberts στον Hugh Grant στο Notting Hill:
«I’m just a girl, standing in front of a boy, asking him to love her.»
Μόνο που εσύ δεν ήσουν απλώς ένα κορίτσι ή ένα αγόρι. Ήσουν ένα τσακισμένο, καμένο, τρομαγμένο πλάσμα που προσπαθούσε να εμπιστευτεί ξανά.

Μέχρι τότε, είχες μάθει να διαλέγεις.
Είτε θα ήταν εκείνος ο άνθρωπος που σε άναβε σαν σπίρτο αλλά εξαφανιζόταν πριν χαράξει,
είτε εκείνος που ήταν καλός, τρυφερός, νοιαζόταν, αλλά δεν μπορούσες να φανταστείς ποτέ να τον πετάς στον τοίχο από επιθυμία.
Οι περισσότεροι βολεύονται με το δεύτερο και νοσταλγούν το πρώτο.
Κι όποιος προσπαθεί να έχει και τα δύο, θεωρείται είτε αφελής είτε επικίνδυνος.

Αλλά εσύ έπεσες πάνω σε κάποιον που έφερε και τα δύο. Σου άναβε το κορμί και σου κρατούσε το μυαλό ξύπνιο. Κοιμόσουν αγκαλιά χωρίς να νιώθεις εγκλωβισμένος. Διαφωνούσατε και, παρ’ όλα αυτά, ήθελες να μείνεις — όχι να φύγεις. Δεν ήταν τέλειος και ούτε εσύ ήσουν.
Αλλά κάπου εκεί, ανάμεσα στα βλέμματα και στις σιωπές, υπήρχε κάτι αυθεντικό.
Και όχι, δεν το έπαιζες δύσκολος. Δεν υπήρχε παιχνίδι.

Κι αυτό είναι το δύσκολο: να μη φοβηθείς όταν έρθει.
Γιατί όταν πας να το ζήσεις στ’ αλήθεια, τρομάζεις.
Δεν είσαι πια στο La La Land, που όλοι χορεύουν με φόντο το ηλιοβασίλεμα.
Εδώ έχει ρεύματα, υποχρεώσεις, πρώην, ψυχολογικά, ανασφάλειες και Netflix accounts που πρέπει να συγχωνευτούν.
Εδώ η μαγεία δεν είναι σκηνοθετημένη· είναι στιγμιαία, αληθινή και τόσο εύθραυστη που μπορεί να σπάσει απ’ το παραμικρό.

Και κάπου εκεί αρχίζει η αμφιβολία.
Γιατί το πάθος μόνο του σε εξαντλεί.
Η αγάπη μόνη της σε βάζει σε ρουτίνα.
Μαζί; Μαζί απαιτούν καθημερινή δέσμευση. Όχι δαχτυλίδια και όρκους —
δέσμευση στο να βλέπεις τον άλλον καθαρά, να του δίνεσαι χωρίς να χάνεσαι, να επιλέγεις κάθε μέρα να μείνεις, ακόμα κι όταν είναι δύσκολο.
Κι αυτό δεν είναι ρομαντικό. Είναι σχεδόν ηρωικό.

Δεν θα σου πω ψέματα: δεν το ζουν όλοι.
Κάποιοι δεν θα το αναγνωρίσουν καν όταν τους χτυπήσει την πόρτα.
Άλλοι θα το προσπεράσουν για κάτι πιο «βολικό».
Είμαστε καλοί στο να αυτοσαμποταριζόμαστε.
Ζούμε σε εποχές που όλα πρέπει να ‘ναι «εύκολα» και άμεσα, αλλιώς «next».
Τόσο γρήγορα swipe-άρουμε πρόσωπα όσο και συναισθήματα.

Αλλά αν είσαι από τους τυχερούς — ή έστω από τους γενναίους — που κάποια στιγμή θα ζήσουν εκείνη τη σπάνια σύνδεση, μην την αφήσεις. Μη βολευτείς. Μην το αφήσεις να γίνει «ένα καλό κεφάλαιο».
Κάν’ το βιβλίο.

Γιατί ναι, το πάθος χωρίς αγάπη είναι πυροτέχνημα.
Η αγάπη χωρίς πάθος είναι φαγητό χωρίς αλάτι.
Αλλά όταν τα δύο συνυπάρξουν… τότε δε χρειάζεσαι soundtrack για να θυμάσαι.
Θα το κουβαλάς μέσα σου. Σαν δικό σου σινεμά, με αρχή, μέση και — αν σταθείς άξιος — χωρίς τέλος.

Συντάκτης: Βαλέρια Ιόργκου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη