Δεν τους πιάνεις εύκολα αδιάβαστους τους ειδικούς. Ή -για να γίνω λιγάκι πιο σαφής-  δεν τους πιάνεις γενικότερα. Ούτε καν στο τρέξιμο δηλαδή. Γιατί μπορεί και να μην το αντιλήφθηκες μα εκείνοι κατέχουν χίλια-δυο μυστικά απογείωσης του δρομέα εαυτού τους. Αρχικά, θα φορέσουν τα κατάλληλα αθλητικά, με την αεροσόλα τη σωστή και πρόστυχη (καθότι σέξι και στις πλέον σπορτίφ στιγμές τους). Ύστερα θα φάνε το ιδανικό πρωινό, που ακροβατεί άψογα ανάμεσα στις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες.

Έτοιμοι για το θρίαμβο λοιπόν. Στο βάθρο δε θα παραλείψουν να μοιραστούν -ή καλύτερα να διατυμπανίσουν- τη σοφία τους με φίλους, γνωστούς κι εχθρούς. Βλέπεις ό,τι λογαριάζουν για προίκα τους στο τέλος της ημέρας δεν είναι οι αναμνήσεις που η διαδρομή τους χάρισε. Είναι κυρίως ο μεστός λόγος τους, αυτό το εκπληκτικό αμάλγαμα ουσιώδους επιχειρηματολογίας κι ανεξάντλητων γνώσεων που όμοιό του δεν αντίκρισε ποτέ ο κόσμος όλος.

Οι ειδικοί –που λες– κυκλοφορούν ελεύθεροι στους δρόμους της πόλης. Και πολύ καλά κάνουν βέβαια αφού η πολύπλευρη φύση τους δε συγκαταλέγεται –μέχρι στιγμής τουλάχιστον– στα ποινικά αδικήματα. Στον τοίχο του νοητού σπιτιού τους κορνιζάρουν ένα σωρό πτυχία που στερούνται ρεαλιστικής υπόστασης μα δεν υπολείπονται καθόλου σε ουσία. Διότι, οι φίλοι μας –καρδιακοί ή άσπονδοι ουδεμία σημασία λαμβάνει– κομμωτές, ψυχολόγοι, μαραγκοί, γιατροί και στιλίστες πραγματοποίησαν κάποτε βουτιά στο απύθμενο πηγάδι των αυτοδίδακτων φωστήρων.

Την ημέρα λοιπόν που βγαίνεις από το κομμωτήριο τους συναντάς απρόσμενα. Κι εκεί- στο πόδι μα ποτέ πρόχειρα- δε διστάζουν να σου αναλύσουν διεξοδικά την απόχρωση βαφής που θα ταίριαζε αρμονικότερα στην ανοιχτή επιδερμίδα, τις διάσπαρτες φακίδες και τον κοντό λαιμό σου. Το βραδάκι σε πιάνουν στα πράσα να βγάζεις βόλτα το σκύλο σου. Χαριτωμένο αλλά εξαιρετικά ανυπάκουο το ζωντανό. Χρειάζεται επειγόντως πειθαρχία από εκπαιδευτή ικανό και διαισθητικό, τρυφερό και σκληρό ταυτόχρονα (την αφεντιά τους το δίχως άλλο). Βήχεις συνεχώς και οι ερασιτέχνες γκουρού της ομοιοπαθητικής σε συμβουλεύουν να ξεχυθείς στη φύση προκειμένου να συλλέξεις θεραπευτικά βότανα.  Εσύ πηγαίνεις κι αρπάζεις χειρότερο κρύωμα. Ο πυρετός ανεβαίνει στο 39 ενώ τα βότανα σηκώνουν τα φύλλα τους ψηλά. Ο γιατρός σου παραδίδει τη συνταγή με το υπερ-όπλο της αντιβίωσης. Οι ειδήμονες προβάλουν τότε σθεναρά της αντιρρήσεις τους για τη φαρμακολαγνεία του παθολόγου καθώς αυτοί καλύτερα από τον καθένα γνωρίζουν πως  ο οργανισμός-παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι εκτός από την πενικιλλίνη. Εκείνο της πνευμονίας προφανέστατα.

Τεκνοποιείς και τσουπ σκάνε μύτη στο μαιευτήριο οι αγαπημένοι παντογνώστες. Φορτώνουν παραμάσχαλα τα πλέον κατατοπιστικά βιβλία παιδοψυχολογίας. Άχρηστα θ’ αποδειχθούν ωστόσο, καθώς τ’ αποστήθισαν ήδη -μη σου πω ότι τα εμπλούτισαν με τις χρήσιμες υποσημειώσεις τους: «Μην υψώνεις φωνή στο παιδί, μην το κακομαθαίνεις με την πιπίλα. Μην το κουνάς πολύ και καταντήσει φλώρος, μην το αφήνεις να κλαίει κι αναπτύξει σύνδρομο στέρησης.»

Στο εστιατόριο -μεταξύ τυριού κι αχλαδιού- ανοίγεις  την καρδιά σου και το πρώτο κουμπί από το παντελόνι σου -το ομολογείς παράφαγες. Με μια ανάσα διηγείσαι στην παρέα τα επαγγελματικά σου μαρτύρια με τον νταή του λυκείου που μπαινοβγαίνει στις φυλακές ανηλίκων κι έχει κάνει την εκπαιδευτική σου καθημερινότητα μαύρη και κομματάκι επικίνδυνη. Ευθύς παρεμβαίνουν οι λατρεμένοι ξερόλες, καθώς πήρε το μάτι τους προχτές στο διαδίκτυο ένα σεμινάριο «classroom management» και διαφωνούν πλήρως με την προσέγγισή σου. Στη θέση σου καθόλου δε θα εξασκούσαν την αυστηρότητά τους στο ταραχοποιό στοιχείο, αλλά αντίθετα με μαεστρία καπάτσου προφέσορα θα τον επηρέαζαν τόσο ώστε θα απαρνιόταν μέχρι και την εγκληματική του δράση για χάρη της αέναης γνώσης.

Κι οι ειδήμονες φίλοι είναι τελικά τόσο βέβαιοι για τη σοφία τους όσο ποτέ δεν υπήρξε ο Αϊνστάιν για την ευφυΐα του. Βλέπεις, από μικρά παιδιά κλήθηκαν να υπερασπιστούν το ρόλο του σοβαρού και κατασταλαγμένου, του ώριμου και στιβαρού. Κι ο ρόλος τους υπήρξε ένας κάποιος τρόπος να λάβουν την εκτίμηση του οικείου περιβάλλοντος. Εάν εξοστρακιστούν από το κέντρο του σύμπαντός τους, τότε η ταυτότητά τους θα τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Θ’ αναγκαστούν να θυμηθούν πως μια φορά κι έναν καιρό η φωνή τους δεν ακουγόταν. Πως έπρεπε να την υψώσουν μα και πάλι ένιωθαν βουβοί.

Έπειτα περιλούστηκαν με ένα τσουβάλι από πληροφορίες και μόστραραν στην ανακατασκευασμένη τους περσόνα την ετικέτα της αυθεντίας. Κι η ετικέτα έγινε η ασπίδα τους. Σε έναν κόσμο που δεν πολυέβγαζε νόημα, εκείνοι καθησυχάστηκαν στην ιδέα πως έχουν τον έλεγχο. Τον έλεγχο της βαφής. Της ιατρικής. Της παιδαγωγικής. Του  ίδιου τους του εαυτού που ποτέ δεν εξερεύνησε τη ζωή πίσω από τις στείρες βεβαιότητές της.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου