Κάπου ανάμεσα στη βουή της μεγάλης πόλης, τα deadlines και τα βιαστικά βήματα των περαστικών, ένα παιδί στο Μπρούκλιν αποφάσισε να στήσει ένα χαρτονένιο περίπτερο και να προσφέρει κάτι που στις μέρες μας μοιάζει σπάνιο: αυτί και καλοσύνη. Ο Ciro Ortiz, μόλις 11 χρονών τότε, έβαλε μια ταμπέλα που έγραφε «Emotional Advice $2» και καθόταν στον σταθμό Bedford Avenue, έτοιμος να ακούσει τον οποιονδήποτε ήθελε απλώς να μιλήσει.
Η ιδέα του γεννήθηκε μέσα από κάτι πιο προσωπικό∙ ο Ciro είχε δεχτεί bullying στο σχολείο και, όπως είπε ο ίδιος, ήθελε να κάνει τους άλλους να νιώσουν λίγο καλύτερα απ’ ό,τι ένιωθε εκείνος τότε. Τα 2 δολάρια που ζητούσε δεν ήταν για να «κερδίσει» από τον πόνο των άλλων, αλλά για να μαζέψει λίγο χαρτζιλίκι, προσφέροντας όμως κάτι που δεν έχει τιμή: κατανόηση. Η μητέρα του, που τον συνόδευε κάθε φορά για να είναι σίγουρη πως είναι ασφαλής, τον έβλεπε να μιλά με ενήλικες, με ανθρώπους που κουβαλούσαν τα δικά τους βάρη, και να τους κάνει να χαμογελούν ξανά. Και κάπως έτσι, ένα μικρό χαρτονένιο περίπτερο έγινε σύμβολο ελπίδας μέσα στη φασαρία της Νέας Υόρκης, μια υπενθύμιση ότι η ενσυναίσθηση δεν έχει ηλικία.
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλοι θέλουν να μιλήσουν και κανείς δε θέλει να ακούσει. Όπου το «πώς είσαι;» είναι τυπικότητας και όχι ενδιαφέροντος. Κι ύστερα έρχεται ένα παιδί που θυμίζει πως η ενσυναίσθηση δεν είναι προνόμιο των ενηλίκων, ούτε κάτι που μαθαίνεται με τα χρόνια, είναι κάτι που ξεχνάμε καθώς μεγαλώνουμε.
Ο Ciro δεν είχε πτυχίο ψυχολογίας, ούτε “πιστοποίηση life coach”. Είχε όμως αυτό που λείπει από πολλούς: ευαισθησία και γνήσια περιέργεια για τον άλλον. Έλεγε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονταν να του μιλήσουν ήταν απλώς κουρασμένοι. Όχι απαραίτητα δυστυχισμένοι, απλώς κουρασμένοι από την αδιαφορία, τη μοναξιά, το βάρος των προσδοκιών. Κι εκείνος, με το βλέμμα ενός παιδιού που ακόμα βλέπει τον κόσμο σαν κάτι όμορφο, τους θύμιζε ότι τα συναισθήματα δεν είναι αδυναμία.
Ίσως αυτό να είναι το πιο συγκινητικό κομμάτι: ότι ένας 11χρονος κατάλαβε κάτι που πολλοί ενήλικες παλεύουν ακόμα να δεχτούν, ότι όλοι έχουμε ανάγκη από έναν άνθρωπο που θα μας ακούσει χωρίς να μας κρίνει ή να μας «διορθώσει». Δεν είναι τυχαίο που οι Νεοϋορκέζοι σταματούσαν. Όχι γιατί ήθελαν “συμβουλή”, αλλά γιατί ήθελαν να τους δει κάποιος. Να τους αφιερώσει δέκα λεπτά χωρίς κινητό στο χέρι. Να τους πει ότι, ναι, είναι δύσκολο μερικές φορές να είσαι άνθρωπος, αλλά θα περάσει.
Στην εποχή που όλα γίνονται πιο “έξυπνα”, από τα κινητά μέχρι τα σπίτια, κάτι μέσα μας γίνεται πιο απρόσιτο. Κι ίσως αυτό το παιδί να έδωσε μια μικρή, απλή υπενθύμιση: ότι η καλοσύνη δε χρειάζεται μεγάλα λόγια, χρειάζεται παρουσία. Δύο δολάρια για μια κουβέντα που ίσως σε κάνει να νιώσεις ξανά άνθρωπος. Φτηνό, αν σκεφτεί κανείς πόσο ακριβή έχει γίνει η ψυχική ηρεμία.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα βήματα των βιαστικών περαστικών και τον ήχο του μετρό, ένα παιδί με χαρτόνι κι ένα στυλό μας θύμισε κάτι απλό και πολύτιμο: ότι ακόμα κι ένα μικρό κομμάτι καλοσύνης μπορεί να χωρέσει ολόκληρη την ανθρωπιά που μας λείπει.
