Κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι, η ίδια μυρωδιά. Και όχι, δε μιλάω για το αντηλιακό, το αλάτι, το γιασεμί. Μιλάω για τον καπνό. Αυτή η βαριά, γήινη μυρωδιά που φέρνει ο αέρας από κάπου, δεν ξέρεις από που, ξέρεις όμως γιατί. Κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι ο ίδιος φόβος, «Άραγε είναι κοντά η φωτιά;». Και μετά ψάχνεις, ακούς τις ειδήσεις και σκέφτεσαι ότι γιατί να συμβαίνει πάλι το ίδιo.
Μεγάλωσα στην επαρχία, με δέντρα, με βουνό, με αυτό το όμορφο αεράκι που το απογευματάκι γινόταν μελτέμι. Το καλοκαίρι ήταν πάντα η αγαπημένη μου εποχή. Και όμως, κάθε Ιούλιο και κάθε Αύγουστο, η ίδια ανησυχία. Όχι αν θα πάω κάπου διακοπές, αλλά αν θα καεί κάτι κοντά στο σπίτι μου, αν το σπίτι μου και οι δικοί μου θα είναι καλά. Ο φόβος της φωτιάς δεν είναι απλά μια είδηση στην τηλεόραση, είναι πλέον καθημερινότητα. Δε χρειάζεται σειρήνες για να τρομάξεις, φτάνει να δεις λίγο παραπάνω καπνό στον ορίζοντα ή να ακούσεις τα ελικόπτερα να περνούν από πάνω σου χωρίς κάποιο προφανή λόγο.
Και μετά ξεκινάνε τα γνωστά. Ενημερώνεσαι από τις ειδήσεις και τα άρθρα. Περιμένεις. Κλείνεις τα παράθυρα για να μην μπει ο καπνός. Βλέπεις τις στάχτες να πέφτουν. Τα μάτια σου τσούζουν λίγο παραπάνω. Ετοιμάζεις την τσάντα σου με τα βασικά, με χαρτιά, φορτιστή, πράγματα απαραίτητα που ίσως στην τελική να μη χρειαστεί να φύγεις αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Ζούμε σε μια εποχή που το καλοκαίρι όλοι φοβόμαστε. Η λέξη «πυρκαγιά» δεν είναι κάτι απόμακρο που απλά ακούμε στο ραδιόφωνο για μακρινές περιοχές. Είναι κάτι που βλέπουμε έξω από το ίδιο μας το σπίτι. Και μαζί με τις στάχτες καίγεται και κάθε ανάμνηση σε αυτό το μέρος, με αυτά τα δέντρα και τη βλάστηση. Καίγεται η αίσθηση ασφάλειας μας.
Πόσο δύσκολο ψυχικά είναι άραγε να κοιμάσαι με το κινητό φορτισμένο δίπλα σου και ξαφνικά να χτυπάει το 112; Πόσο δύσκολο είναι να διαβάζεις για τις εκκενώσεις σε μέρη δίπλα σου και να σκέφτεσαι «Εγώ πού θα πάω; Πού θα πάνε οι γονείς μου; Τι μπορεί να πάθει το σπίτι μου;»
Η φωτιά πλέον δεν απειλεί μόνο όταν φτάσει έξω από την πόρτα σου. Σε ζορίζει ψυχολογικά πολύ πιο πριν, κάθε ειδοποίηση, κάθε είδηση, κάθε βίντεο που ανεβαίνει στα social είναι γροθιά στο στομάχι σου, ακόμα και αν αυτό δε γίνεται κοντά σου. Και πλέον δε μιλάμε για «ακραία καιρικά φαινόμενα», μιλάμε για μια κανονικότητα τα καλοκαίρια. Πόσα καλοκαίρια θυμόμαστε πλέον με ημερομηνίες φωτιάς;
Για κάποιους ίσως φαίνεται υπερβολή. Για όσους όμως έζησαν μια φορά κοντά στη φωτιά, τίποτα δεν είναι υπερβολικό. Όλα είναι απολύτως πιθανά και ίσως λίγο χειρότερα από ότι νόμιζες.
Δεν είναι μόνο τα δέντρα που χάνονται. Είναι οι αναμνήσεις σου. Τα καλοκαίρια σου. Τα ζώα που έβλεπες να τρέχουν ανέμελα στο δάσος. Τα αδέσποτα που έβλεπες να κάθονται για σκιά κάτω από ένα δέντρο. Το χώμα που ήξερες καλύτερα από την παλάμη σου και τώρα έγινε στάχτη. Είναι οι άνθρωποι που έτρεχαν με τα λάστιχα στα χέρια, με καλυμμένο το πρόσωπο τους, και τα δάκρυα να τρέχουν, προσπαθώντας να σώσουν κάτι, οτιδήποτε. Είναι εκείνος ο πυροσβέστης που έτρεξε να σώσει εκείνο το σκυλάκι. Είναι εκείνος ο κύριος που δεν έφευγε από το σπίτι του γιατί δεν ήθελε να το αφήσει να καεί.
Και εσύ μένεις πίσω. Να ζεις το επόμενο καλοκαίρι με τον φόβο της επόμενης φωτιάς. Γιατί αυτό είναι το χειρότερο. Όχι αυτή που πέρασε. Αλλά αυτή που δεν έχει έρθει ακόμα.
Και τα ζωάκια; Εκείνα που δεν μπορούν να σωθούν. Τα αδέσποτα που έμειναν πίσω, τα πουλιά που δεν πρόλαβαν να φύγουν, το δάσος που ήταν κάποτε γεμάτο ζωή και φωνές και τώρα… σιωπή.
Και αν έρθει η στιγμή της εκκένωσης; Εκεί που οι δικοί σου γεμίζουν τις σακούλες σκουπιδιών με πράγματα, εσύ φοράς ότι βρεις μπροστά σου και σκέφτεσαι: Τι αξίζει να πάρω μαζί μου; Αλλά δεν υπάρχει απάντηση γιατί μπροστά στη φωτιά όλα καίνε το ίδιο.
Όταν χάνεις ένα μέρος που αγαπάς, δεν καίγεται απλά ένα δάσος. Μαζί του καίγεται και ένα κομμάτι του εαυτού σου. Καίγεται το μέρος που έκανες τις πρώτες σου βόλτες, εκεί που πήγαινες με τους φίλους σου ή με κάποιον που αγάπησες. Πώς να εξηγήσεις σε κάποιον ότι ακόμα και αυτό το δέντρο που κάηκε για σένα είναι σπίτι;
Ίσως τελικά το πιο δύσκολο είναι να ζεις μετά τη φωτιά. Να περπατάς σε μαύρη γη και να προσποιείσαι ότι είναι ακόμα καλοκαίρι. Αλλά το να συνεχίζουμε να αγαπάμε αυτά τα μέρη, να τα θυμόμαστε πράσινα, αυτό είναι και η ελπίδα μας. Για κάποιους καλοκαίρι σημαίνει θάλασσα και ηλιοβασίλεμα. Για άλλους όμως σημαίνει να τρέχουν με έναν κουβά νερό στο χέρι για να σώσουν το σπίτι τους. Να διαλέγουν ανάμεσα σε ένα ρούχο ή σε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Να προσπαθούν να γλιτώσουν τη ζωή τους. Και αυτό δεν είναι απλώς άδικο, είναι αβάσταχτο. Αλλά όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν, που θυμούνται, που μιλάνε για αυτά τα μέρη που χάθηκαν στις φλόγες τότε υπάρχει ακόμα ελπίδα.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
