Οι περισσότεροι από εμάς που έχουμε βιώσει την απώλεια και το πένθος, ξέρουμε καλά εκείνη την παράξενη, τρυφερή ανάγκη να πιστέψουμε πως ο άνθρωπός μας κάπου υπάρχει ακόμη. Κάπου που μπορεί να ακούει, να νιώθει, να ανταποκρίνεται, έστω κι αν μόνο μέσα μας. Κι όσες φορές η ζωή μας γονάτισε, λίγο πριν σπάσουμε, ψιθυρίσαμε το όνομά του στον αέρα, ελπίζοντας σε ένα σημάδι, σε μια στιγμή που θα ελάφρωνε έστω για λίγο το βάρος που κουβαλάμε στο στήθος. Κι όμως, δεν είναι καθόλου παράλογο. Η απώλεια δεν είναι λογική. Είναι ένας πόνος βαρύς, ασήκωτος, που κάνει ακόμα και τον πιο δυναμικό άνθρωπο να σωριαστεί. Όταν τον ζήσεις, καταλαβαίνεις αλλιώς την αξία της χαράς, της παρουσίας, της ζωής.
Σε μια χώρα όπως η Ιαπωνία, μια χώρα που ξέρει από θλίψη, από σιωπές γεμάτες πένθος, από καταστροφές που άφησαν πίσω τους αμέτρητα «αντίο» χωρίς απάντηση, οι τελετουργίες αποκτούν άλλο βάθος. Εκεί, ο Itaru Sasaki δημιούργησε το “Wind Phone”, τον τηλεφωνικό θάλαμο του ανέμου. Έναν τόπο όπου σηκώνεις το ακουστικό και μιλάς σε όποιον δεν είναι πια εδώ. Κι αυτή η απλή, σχεδόν ποιητική πράξη, σου δείχνει κάτι βαθιά ανθρώπινο: πως δεν είσαι μόνος σε αυτό το βάρος. Υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν, με τον δικό τους τρόπο, να κρατήσουν ζωντανή μια τελευταία κουβέντα.
Ο Itaru Sasaki, το 2010, άφησε πίσω του τη δουλειά του στα χαλυβουργεία του Kamaishi και μετακόμισε στην ήσυχη, παραλιακή περιοχή Namiita Beach του Otsuchi, μια πόλη που αγκαλιάζεται από τον κόλπο Yamada και περιβάλλεται από πλούσια φύση. Εκεί αποφάσισε να δημιουργήσει έναν προσωπικό παράδεισο: έναν χώρο ηρεμίας με αγρόκτημα, ένα μικρό σιδηρουργείο, βιβλιοθήκη, ακόμα και δεντρόσπιτο, όλα δίπλα στο δάσος. Παρατηρώντας το «Βουνό της Φάλαινας», ένιωθε πως η φύση τού μιλούσε με έναν τρόπο ήσυχο αλλά βαθύ. Όπως είπε ο ίδιος, «με τον καιρό έμαθα ότι, παρόλο που δεν επικοινωνούσαμε στη γλώσσα των ανθρώπων, μπορούσαμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο».
Εκείνη την περίοδο, ο θάνατος είχε αρχίσει να τον απασχολεί έντονα. Ο ξάδερφός του είχε διαγνωστεί με καρκίνο και του είχαν απομείνει λίγοι μήνες ζωής. Ο Sasaki δεν ήθελε να νιώσει ξανά την αδυναμία της ανείπωτης τελευταίας κουβέντας. Λίγο αργότερα είδε τυχαία έναν λευκό τηλεφωνικό θάλαμο έξω από ένα ξενοδοχείο, και παρότι δεν κατάφερε να τον αγοράσει, ένας φίλος του τού χάρισε έναν παρόμοιο. Αρχικά τον είχε ως διακοσμητικό. Όταν όμως ο ξάδερφός του πέθανε, τον έβαψε, τον στερέωσε στον κήπο και άρχισε να μιλά μέσα του, παρότι δεν είχε καμία σύνδεση.
Αυτός ο μικρός, προσωπικός τόπος πένθους, σύντομα θα γινόταν κάτι πολύ μεγαλύτερο: ένα σημείο όπου χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο θα έρχονταν για να πουν όσα δεν πρόλαβαν.
Τον Μάρτιο του 2011, η Ιαπωνία συγκλονίστηκε από έναν σεισμό 9,1 Ρίχτερ, που ακολούθησε ένα από τα πιο καταστροφικά τσουνάμι της σύγχρονης ιστορίας. Στο Otsuchi, σχεδόν 20.000 άνθρωποι χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, ενώ χιλιάδες ακόμη τραυματίστηκαν ή δε βρέθηκαν ποτέ. Η πόλη βυθίστηκε σε μια σιωπή που μόνο το πένθος μπορεί να φέρει· μια σιωπή που απλωνόταν σαν ομίχλη πάνω από όσα είχαν απομείνει.

Μπροστά σε αυτή την αβάσταχτη συλλογική απώλεια, ο Sasaki αποφάσισε να μεταφέρει τον τηλεφωνικό θάλαμο στο Kujira-yama, σε ένα σημείο που έβλεπε κατευθείαν τη θάλασσα, την ίδια θάλασσα που είχε πάρει τόσες ζωές. Εκεί κάλεσε τους συμπολίτες του να σηκώσουν το ακουστικό και να μιλήσουν σε όσους δεν πρόλαβαν να αποχαιρετήσουν. «Μπορεί να μη βλέπεις τους αγαπημένους σου με την ίδια μορφή», είπε, «αλλά αν κλείσεις τα μάτια, οι ζωντανοί και οι νεκροί μπορούν να συνυπάρχουν».
Και τότε συνέβη κάτι απρόσμενο: άνθρωποι από όλη την Ιαπωνία άρχισαν να ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να σταθούν μέσα στο μικρό λευκό κουβούκλιο. Από το 2011 μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 50.000 επισκέπτες έχουν αφήσει εκεί τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ — κι η ιστορία του Wind Phone ενέπνευσε βιβλία, ντοκιμαντέρ, ακόμη και τραγούδια.
Αν αναρωτηθεί κανείς γιατί τόσοι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να ταξιδέψουν μέχρι ένα λευκό τηλεφωνικό θάλαμο πάνω σε έναν λόφο, η απάντηση δεν είναι τόσο παράξενη όσο ακούγεται. Η επιθυμία να επικοινωνήσουμε με όσους «έφυγαν» υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων· είναι μια βαθιά ανθρώπινη, σχεδόν έμφυτη ανάγκη να πιστέψουμε ότι το πρόσωπο που χάσαμε κάπου υπάρχει ακόμη, μας ακούει, μας νιώθει. Το πένθος, άλλωστε, είναι μια εμπειρία που σε απομονώνει. Σε κάνει να νιώθεις πως ζεις σε διαφορετικό κόσμο από τους άλλους, έναν κόσμο που όσοι δεν έχουν χάσει κάποιον δυσκολεύονται να καταλάβουν.
Γι’ αυτό ο χώρος του Wind Phone έχει τέτοια δύναμη. Είναι ένας τόπος όπου η απώλεια δε θεωρείται τρέλα, ούτε υπερβολή, ούτε αδυναμία. Είναι κάτι φυσιολογικό, αποδεκτό, ανθρώπινο. Εκεί, οι άνθρωποι επιτρέπουν στον εαυτό τους να πουν τις λέξεις που δεν πρόλαβαν, τα “σ’ αγαπώ”, τα “συγγνώμη”, τα “γύρνα πίσω” που έμειναν στον λαιμό τους. Κι αυτή η πράξη, όσο απλή κι αν φαίνεται, λειτουργεί σαν ένα είδος εξομολογητηρίου: ένα άτυπο αντίο που ποτέ δεν ειπώθηκε, αλλά τώρα κάπως βρίσκει τον δρόμο του. Και μέσα από αυτό το τελετουργικό, κάποιοι βρίσκουν τη δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή τους, όχι ξεχνώντας, αλλά κουβαλώντας πιο ελαφριά τη μνήμη.
Το Wind Phone του Sasaki δεν έμεινε ποτέ ένας απλός τηλεφωνικός θάλαμος πάνω σε έναν λόφο στην Ιαπωνία. Η ιστορία του ταξίδεψε μακριά, αγγίζοντας ανθρώπους από διαφορετικές χώρες, κουλτούρες και γλώσσες, που ένιωσαν πως εκεί, σε αυτό το μικρό λευκό κουβούκλιο, υπάρχει κάτι βαθιά οικουμενικό. Έτσι, πολλοί αποφάσισαν όχι μόνο να το επισκεφθούν, αλλά και να δημιουργήσουν τον δικό τους χώρο μνήμης.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Amy Dawson από τη Βόρεια Καρολίνα, που μετά τον χαμό της κόρης της Emily, γνώρισε το Wind Phone μέσω διαδικτύου και δημιούργησε το “My Wind Phone”: έναν ιστότοπο όπου χαρτογραφούνται όλοι οι παρόμοιοι θάλαμοι σε όλο τον κόσμο. Κι ενώ αρχικά υπήρχαν μόλις είκοσι, σήμερα έχουν φτάσει τους 353, με τους 249 να βρίσκονται στις ΗΠΑ.
Αυτή η εξάπλωση δείχνει κάτι πολύ σημαντικό: το πένθος, όσο μοναχικό κι αν μοιάζει, είναι παγκόσμια εμπειρία. Κάθε κουλτούρα έχει τον δικό της τρόπο να κρατά ζωντανή τη μνήμη, κι ίσως αυτός ο θάλαμος να έγινε μια σύγχρονη τελετουργία που ενώνει όλους όσους προσπαθούν να πουν ένα τελευταίο «σε ακούω» και «είμαι εδώ».
Ίσως, τελικά ο καθένας μας να χρειάζεται το δικό του «τηλέφωνο του ανέμου». Δεν έχει σημασία αν είναι ένας πραγματικός θάλαμος, ένα σημείο στο δωμάτιο, μια γωνιά στο μπαλκόνι ή απλώς η στιγμή που κλείνεις τα μάτια και αφήνεις τη φωνή σου να συναντήσει κάποιον που δεν είναι πια εδώ. Το πένθος δε διορθώνεται· δεν υπάρχει κουμπί επαναφοράς. Είναι μια ρωγμή που μαθαίνουμε να κουβαλάμε. Αλλά το να επιτρέψεις στον εαυτό σου να μιλήσει, να πει αυτά που δεν ειπώθηκαν, να αναγνωρίσει την πληγή, κάνει το βάρος λιγότερο ασήκωτο.
Κι ίσως τότε να καταλάβεις πως αυτοί που αγάπησες δε χάθηκαν πραγματικά. Ζουν στη μνήμη σου, στις συνήθειές σου, στη φωνή που σου ψιθυρίζει τι θα έλεγαν τώρα. Ο Sasaki μπορεί να είχε δίκιο: οι ζωντανοί και οι νεκροί συναντιούνται όταν τους δώσεις χώρο. Κι αν δεν μπορέσεις ποτέ να πας στο Wind Phone, φτιάξε το δικό σου. Γιατί οι άνθρωποι που αγαπήσαμε δεν έφυγαν ποτέ — βρίσκονται βαθιά μέσα μας, εκεί όπου ο άνεμος ακόμη τους μεταφέρει.
