Ωραίο πράγμα ο ύπνος, ωραιότερο το να τον μοιράζεσαι με τον άνθρωπό σου. Να ξέρουμε πως θα κοιμηθούμε αγκαλιά- κι ας πιαστούμε κι οι δύο. Δε μας πειράζει, γιατί θα αφεθούμε στην ασφάλεια που μας δημιουργεί αυτή η αίσθηση κι όταν ξυπνήσουμε, το ταίρι μας θα ‘ναι εκεί, συχνά με γυρισμένη την πλάτη αλλά και πάλι απειλητικά κοντά μας.

Πριν από όλη αυτήν την ομορφιά όμως, πριν μας πάρει ο ύπνος, μας πιάνει μια υπερένταση, μια εξομολογητική τάση, μια μανία να τα αναλύσουμε όλα. Θα πούμε για εκείνο το φιλαράκι μας που χώρισε, για μια αγορά που θέλουμε να κάνουμε, για το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Για ό,τι μας πληγώνει κι ό,τι μας κάνει χαρούμενους. Μέχρι και για τέχνες κι ιστορία μπορεί να αρχίσουμε να μιλάμε.

Το κρεβάτι μας είναι το καταφύγιό μας, θέλουμε εκεί να εκτονώσουμε κάθε ένταση κι ανασφάλεια. Όταν ξαπλώνουμε κι οι σκέψεις στο μυαλό μας γυρνάνε γύρω απ’ όλα όσα συνέβησαν μες στη μέρα, είμαστε συναισθηματικά φορτισμένοι και χρειάζεται να αδειάσουμε απ’ αυτό το βάρος για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε.

Μπορεί, λοιπόν, να εκφράσουμε τα παράπονά μας και κάθε μικρή ζηλίτσα, η γνωστή «κρεβατομουρμούρα» -κι ας ξέρουμε πως τον άλλον μπορεί να τον πάρει ο ύπνος στα μισά του μονολόγου μας. Θέλουμε απλά να τα βγάλουμε από μέσα μας, να γκρινιάξουμε για όσα μας ενόχλησαν, να απαιτήσουμε πλαγίως παραπάνω προσοχή, να ξαλαφρώσουμε για να καταφέρουμε να κοιμηθούμε. Μην το παρακάνουμε μόνο, ό,τι κι αν ειπωθεί, φροντίζουμε να λυθεί όποια παρεξήγηση και να μην κοιμηθούμε μαλωμένοι.

Κι αν το βραδινό πρόγραμμα στα σεντόνια δεν έχει σκηνές, ίσως να ‘χει προβληματισμούς κι ανακοινώσεις. Έχουμε την τάση εκείνες τις ώρες, που κάνουμε βουτιά στο κρεβάτι μας, να εστιάζουμε σ’ όσα μας απασχολούν πιο πολύ, να εκφράζουμε τις αγωνίες και τα άγχη μας, να παίρνουμε αποφάσεις ζωής. Συζητάμε για το ενδεχόμενο μιας μετακόμισης, ενός παιδιού ή μιας αλλαγής καριέρας.

Νιώθουμε πιο δεμένοι και πιο ανοιχτοί σε οτιδήποτε λίγο πριν παραδοθούμε στον ύπνο μας. Είμαστε πιο ανεκτικοί στο τέλος της μέρας. Κάθε πρωί κάνουμε μία καινούρια αρχή και κάθε βράδυ προετοιμαζόμαστε γι’ αυτήν. Οπότε είναι πιο εύκολο να αποφασίσουμε κάτι τότε. Κι ας μας φανεί παράλογο το πρωί με καθαρό μυαλό. Τη νύχτα παίρνονται οι αποφάσεις, βασισμένες στο συναίσθημα και την επιθυμία, και το πρωί χτίζονται με επιχειρήματα.

Ακόμη κι αν λίγο πριν αναστενάζαμε από ηδονή, γυμνοί κι οι δύο, εκμεταλλευόμαστε και την ψυχική μας γύμνια, μένουμε ξαπλωμένοι και συζητάμε για όσα αγαπάμε κι όσα μας τρομάζουν. Μιλάμε για όνειρα κι ιδέες, για ταξίδια και στιγμές. Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στο τι θα ειπωθεί. Είναι λες κι ο κόσμος έξω απ’ το δωμάτιο, πέρα απ’ αυτό το κρεβάτι, παύει για λίγο να υπάρχει.

Ανάμεσα σε παπλώματα και τσαλακωμένα σεντόνια μιλάμε για τα πάντα κι αφήνουμε τις ώρες να περνάνε. Ίσως τραβηχτείς –μόνο για λίγο– από αυτήν την αγκαλιά, καθίσεις οκλαδόν κι αρχίσεις να μιλάς με πάθος για όλα αυτά που θες να μοιραστείς με ‘κείνον που ξαπλώνει δίπλα σου. Συζητάς για συγγενείς και φίλους, για το πιο όμορφό σου καλοκαίρι και για το αγαπημένο σου γλυκό.

Απ’ την άλλη είναι και βράδια που απλά θέλεις να ενοχλήσεις τον άλλον, να τον βασανίσεις, να μην τον αφήσεις να κοιμηθεί, αφού εσύ ακόμα δε νυστάζεις. Γαργαλητά, γέλια, φωνές και πειράγματα γεμίζουν το δωμάτιο μέχρι να το πάρει απόφαση κι ο άλλος πως δεν πρόκειται να κοιμηθεί ακόμα.

Όταν ξαπλώνουμε, λοιπόν, μας πιάνει κάτι ανάμεσα σε υπερένταση κι εξομολογητική διάθεση. Είναι αυτές οι στιγμές που απ’ τη μία νιώθεις να πεθαίνεις στην αγκαλιά του άλλου, αλλά ταυτόχρονα αισθάνεσαι και πιο ζωντανός από ποτέ και θέλεις να μοιραστείς όλες σου τις σκέψεις -βαθιά συναισθηματικές ή κι εντελώς άκυρες.

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη