Από μικρή ηλικία είχαμε συνηθίσει να μπαίνουμε στο τριπάκι να κάνουμε πράγματα που ενδεχομένως να μη μας αρέσουν. Ακόμη και στο σχολείο, πόσες φορές δε μας πίεζαν να διαβάσουμε ένα μάθημα ή να κάνουμε κάποια ασχολία γιατί «καλό σου κάνει», η οποία όμως εμάς μας φαινόταν ελάχιστα πιο βαρετή από τις διαφημίσεις στο ενδιάμεσο μιας ταινίας;

Αυτή η κακή συνήθεια συνεχίζεται και όσο μεγαλώνεις, μόνο που πλέον πολλοί άνθρωποι σε πιέζουν, ή ακόμα χειρότερα σε κατηγορούν, επειδή δεν έχεις την ψυχική ενέργεια να ασχοληθείς με κάτι το οποίο σε αφήνει αδιάφορο και που το πιο έντονο συναίσθημα που καταφέρνει να σου ξυπνήσει είναι αυτό της απάθειας. Από πάντα, ακόμη από όταν πολλοί από εμάς δίναμε πανελλήνιες, ακούγαμε καθηγητές και συγγενικά πρόσωπα να μας λένε να βάλουμε ως πρώτο στόχο μια υψηλόβαθμη σχολή ή οποία μπορεί να μας προσφέρει καλή επαγγελματική και οικονομική αποκατάσταση. Κανένας όμως σχεδόν δε ρωτάει τι ονειρεύεται και τι επιθυμεί να κάνει το παιδί, θεωρώντας δεδομένο πως θα πρέπει να μπει σε ένα πανεπιστήμιο, να τελειώσει τις σπουδές του και μετά, ιδανικά, να διοριστεί κάπου προκειμένου να νιώθει σιγουριά, αδιαφορώντας πλήρως για το αν στο ίδιο το παιδί αυτό μοιάζει απλώς σαν αρνητική στασιμότητα.

Και φυσικά τα πράγματα δεν είναι έτσι μόνο όταν μιλάμε για αποφάσεις της εφηβείας, ούτε αυστηρά σε περιπτώσεις επαγγελματικού χαρακτήρα. Ζούμε, καλώς ή κακώς (κυρίως κακώς), σε έναν πολιτισμό ο οποίος θεωρεί δεδομένη τη δημιουργία της οικογένειας και δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που καταλήγει να τη μετατρέπει σε αυτοσκοπό. Πάλι, κανείς δε ρωτάει εάν αυτό είναι κάτι το οποίο προέρχεται από συνειδητή επιθυμία ή από αναγκαιότητα και φτάνουμε έτσι να βλέπουμε ανθρώπους εγκλωβισμένους στις επιλογές που «έπρεπε» να κάνουν.

Την επόμενη φορά λοιπόν που θα βιαστούμε να καταρρίψουμε την άποψη κάποιου ως «παράξενη» και θα θεωρήσουμε αποδεκτό το να τον κάνουμε να νιώσει ενοχικά «για το καλό του» και «για να ξυπνήσει και να βάλει επιτέλους τη ζωή του σε τάξη», ας αναρωτηθούμε σε τι θέση βάζει εμάς αυτή η «φυσιολογική» μας συμπεριφορά. Σε εκείνη της στήριξης ή στην άλλη της πίεσης;

Επιπλέον, πολλές φορές έχουμε δει να χλευάζουν άτομα λόγω των ενδιαφερόντων τους και πιο συγκεκριμένα λόγω της διαφοροποίησής τους από αυτά που η πλειοψηφία θεωρεί «αξιόλογα». Γίνεται στόχος ας πούμε εκείνος που δεν μπορεί να καταλάβει μια επιστημονική συζήτηση τη στιγμή που ο κόσμος όλος έρχεται αντιμέτωπος μαζί της, ή εκείνος που αδυνατεί να βρει το ενδιαφέρον στοιχείο σε έναν πίνακα ζωγραφικής που όλες οι «καλλιτεχνικές ψυχές» αγάπησαν. Είναι λογικό όμως να αναμένουμε να έχουμε όλοι τα ίδια ενδιαφέροντα; Ποια η ουσία λοιπόν του να φέρνουμε κάποιον σε αμηχανία, ή να του προκαλούμε αισθήματα ανικανότητας και προσωπικής ήττας, ακόμη και στο βωμό της πλάκας;

Όλοι μας είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας και η ομορφιά της ποικιλίας είναι αδιαμφισβήτητη. Ο καθένας μας μπορεί να διαπρέψει στον κλάδο στον οποίο βρίσκει κομμάτια του και το μυαλό του εξιτάρεται. Ζορίζοντας τους εαυτούς μας για να αποδείξουμε στους ανθρώπους γύρω μας ότι μπορούμε να είμαστε «καλοί παντού» και ταυτόχρονα αξιότιμα μέλη του συνόλου, καταφέρνουμε μόνο να καταπιεζόμαστε και να υποβαθμίζουμε τελικά τα πραγματικά δυνατά μας σημεία. Άλλωστε αν κυνηγούσαμε όλοι τα γνωστά και μη εξαιρετέα, τότε ο κόσμος μας θα ήταν φτωχότερος από καινοτομίες, αλλά αν όλοι κυνηγούσαμε την καινοτομία, τότε όσα σήμερα ξέρουμε και θεωρούμε δεδομένα θα κατέληγαν τετριμμένες ιδέες παρατημένες σε κάποιο συρτάρι. Στόχευσε λοιπόν σε αυτό που θες εσύ και μη σημαδεύεις εκεί που κάποιος άλλος σου έδειξε με το δάχτυλό του. Κυνήγι ματαιότητας θα είναι, που θα σε οδηγήσει σε αποτελέσματα μέτρια και αισθήματα αποτυχίας. Ρίξε το βελάκι σου εκεί που έπεσε το δικό σου μάτι.

Ας μάθουμε λοιπόν να προσέχουμε τον εαυτό μας και να ποτίζουμε με αγάπη και φροντίδα όλα εκείνα στα οποία αφιερώνουμε τον χρόνο και το μεράκι μας.

Συντάκτης: Φωτεινή Μάκου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη