Σε βλέπω κάθε πρωί εκεί έξω στους δρόμους της. Έχει τόσο θόρυβο, τόσο ανακατεμένη ζωή αυτή η πόλη.

Είσαι κι εσύ όμως τόσο λογικά διαφορετικός.

Έχεις αγκαλιά την υπομονή σου και με αναγκάζεις να σε σκέφτομαι ακατάπαυστα άνθρωπε μου. Πώς την αντέχεις τόση υπομονή;

Εκνευρίζομαι γιατί δε σε καταλαβαίνω. Τη διάλεξες; Σου τη διάλεξαν; Απλά σε κοιτώ και εκνευρίζομαι καημένε.

Θυμώνω τόσο που ανοίγω το βήμα μου κάποιες φορές και σε παίρνω στο κατόπι προσπαθώντας να σε φτάσω για να σου κάνω την πολυπόθητη ερώτηση.

Ήταν ο έρωτας που σου έσκυψε το κεφάλι;

Τις γνωρίζω τις δυνάμεις του. Δεν έχει ανάγκη από τίποτα να στολιστεί ο έρωτας. Είναι από μόνος του άπληστος στα στολίδια του.

Δεν αγοράζεται, δεν πουλιέται, δεν εκβιάζεται, δεν έχει τίτλους. Αλλά ότι καταφέρνει και σκύβει κάποιες φορές τα κεφάλια στους ανθρώπους, αυτό μόνο οργή αφήνει μέσα μου.

Τους αφήνει παρέα με την υπομονή.

Μόνους με την υπομονή.

Και ναι, το πήραν κάπου τα αυτιά τους, ότι είναι αρετή η υπομονή. Και σαφώς ετοιμάζει το μέσα τους κρυφά. Και ναι είναι του χρόνου, η καλύτερη φιλενάδα.

Και να ξέρεις ότι κάποια ημέρα θα σε καταποντίσει. Γιατί της επιτρέπεις να ξεπεράσει τις γραμμές. Δεν την κολλάς στον τοίχο να της τα πεις ένα χεράκι. Να της τον κόψεις αυτόν το αρχοντικό παλιομοδίτικο αέρα.

Και σήμερα που σε κοιτώ ξανά, έτσι γεμάτος από ρυτίδες που είσαι, και σε προσέχω λίγο καλύτερα από πριν– μέχρι και τα μάτια σου που έχασαν το φως τους βλέπω σήμερα– σκέφτομαι· ήταν μια υπομονή που δεν τέλειωσε ποτέ αυτή που χάραξε το πρόσωπο και το σκυφτό κορμί σου;

Ήταν ένας έρωτας που διάλεξε να κόψει τα φτερά σου;

Περιττό να πάρω την απάντηση. Τα βλέπω τυλιγμένα σε χρυσό χαρτί με κόκκινες κορδέλες να τα χαρίζει στον επόμενο στη σειρά.

Αύριο ίσως δω κι εκείνον στους δρόμους και στα φώτα να του κρατάει σφιχτά το χέρι για τα χαμένα δανεισμένα δώρα.

Η υπομονή καλέ, ξέρεις εσύ.

Συντάκτης: Γεωργία Σαρρίδου