Δεν ήταν έρωτας. Ούτε φιλία. Ούτε κάτι που θα μπορούσες να εξηγήσεις εύκολα. Ήταν κάτι ενδιάμεσο. Κάτι που δεν είχε όνομα, αλλά σου άφησε σημάδια σαν να είχε. Κάτι που ένιωσες χωρίς να αγγίξεις, που σε σημάδεψε χωρίς να συμβεί. Που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, αλλά μπήκε στα πιο αληθινά σου όνειρα.

Γνωριστήκατε όταν τίποτα δεν ήταν έτοιμο. Εσύ ήσουν αλλού, χαμένος, ίσως ακόμη κολλημένος στο παρελθόν ή απλώς κουρασμένος. Εκείνος ή εκείνη με τις δικές του εκκρεμότητες, με τα δικά του μισά. Ήρθατε κοντά, αλλά δε φτάσατε. Ήσασταν μια υπόσχεση που έμεινε μετέωρη. Κάτι σαν ανάσα πριν το φιλί που δεν ήρθε ποτέ. Κάτι σαν σιωπή γεμάτη λέξεις που δεν ειπώθηκαν.

Κι όμως. Ήταν αρκετό. Αρκετό για να ξυπνήσει κάτι μέσα σου. Αρκετό για να σε κάνει να σκέφτεσαι πώς θα ήταν, αν κάτι είχε πάει αλλιώς. Πώς θα ένιωθες, αν είχες αφεθεί. Αν είχες πει εκείνη την πρόταση. Αν δεν είχες φύγει νωρίς ή αν είχες μείνει λίγο παραπάνω.

Ίσως να ήταν η στιγμή που ένιωσες πως κάποιος σε είδε πραγματικά, χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσεις ποιος είσαι. Που ένιωσες ότι μπορείς να ξεκουραστείς σε μια παρουσία, χωρίς να κρύβεσαι, χωρίς να φοβάσαι. Αλλά αυτή η αλήθεια ήρθε αργά. Ήρθε όταν οι πόρτες είχαν ήδη κλείσει. Όταν οι λέξεις είχαν χαθεί και το βλέμμα ήταν το μόνο που απέμενε να λέει την ιστορία.

Κι έτσι έμεινε ένα “σχεδόν”. Ένα σχεδόν φιλί. Ένα σχεδόν άγγιγμα. Ένα σχεδόν “μαζί”. Ένα καλογραμμένο σενάριο που δεν μπόρεσε ποτέ να πάρει σάρκα και οστά. Και όσο κι αν θες να ξεχάσεις, δεν μπορείς. Όχι επειδή συνέβη κάτι μεγάλο. Αλλά επειδή δεν συνέβη. Κι αυτό είναι που πονάει περισσότερο. Δεν έχεις αναμνήσεις να κρατήσεις, μόνο συναισθήματα που δεν βρήκαν διέξοδο. Σκέψεις που τις έκοψες στη μέση. Συζητήσεις που σταμάτησαν πριν αρχίσουν. Κάτι από εσένα έμεινε εκεί, σε εκείνη τη στιγμή που δεν έγινε ποτέ.

Ίσως τελικά το πιο βαρύ δεν είναι η απώλεια, αλλά το ανεκπλήρωτο. Όχι αυτό που είχες, αλλά αυτό που σχεδόν είχες. Εκείνο που μπορούσε να είναι. Εκείνο που θα μπορούσε να γίνει. Εκείνο που για λίγο πίστεψες. Αυτό είναι που μένει και βαραίνει τις σιωπές σου. Σε κάνει να αναρωτιέσαι τα βράδια: γιατί δεν τόλμησες; Γιατί δεν το κράτησες; Γιατί άφησες να χαθεί;

Και ξέρεις κάτι; Δεν έχει σημασία πια το “γιατί”. Μπορεί να μην υπήρχε σωστή στιγμή. Μπορεί να μην ήσασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον – τουλάχιστον όχι σε αυτή τη ζωή. Αλλά σε άγγιξε. Κι αυτό δε σβήνει. Γιατί οι άνθρωποι που αφήνουν τέτοια ίχνη δε χρειάζονται χρόνο για να σε σημαδέψουν. Δε χρειάζονται μήνες και χρόνια. Αρκεί μια στιγμή. Μια ματιά. Ένα βλέμμα που σε κάνει να νιώσεις ότι, έστω και για λίγο, κάποιος σε κατάλαβε.

Αυτοί οι άνθρωποι μένουν. Όχι με φυσική παρουσία, αλλά μέσα σου. Σε εκείνες τις στροφές του μυαλού σου που δεν περνάς συχνά, αλλά πάντα θα θυμάσαι τι ένιωσες εκεί. Και προχωράς. Με ένα κενό που δεν γεμίζει, αλλά δεν πονάει πια. Είναι εκεί για να σου θυμίζει πως, έστω και για λίγο, ένιωσες. Πως υπήρξε κάτι. Πως υπήρξατε, έστω και σαν υπόνοια.

Ήσασταν ένα παραλίγο. Μια πιθανότητα. Ένα τραγούδι που έμεινε μισογραμμένο. Και ίσως, σε έναν άλλο χρόνο, σε μια άλλη ζωή, να ακουστεί ολόκληρο. Και κάπως έτσι μαθαίνεις να αγαπάς και το ανεκπλήρωτο. Να μην το πολεμάς, να μην προσπαθείς να το εξηγήσεις. Το αφήνεις να υπάρχει – όπως υπάρχει ένα απόγευμα που πέρασε χωρίς τίποτα ιδιαίτερο, αλλά για κάποιο λόγο το θυμάσαι για πάντα.

Δε χρειάζεται να ολοκληρωθεί κάτι για να είναι αληθινό. Κάποιες παρουσίες σε ορίζουν ακριβώς επειδή δεν τις έζησες. Επειδή έμειναν ανοιχτές, σαν παράθυρο που άφησε μέσα λίγο φως και λίγο αέρα. Κι αυτό ήταν αρκετό.

Έτσι προχωράς. Χωρίς θυμό, χωρίς ερωτήσεις. Με ένα ήσυχο χαμόγελο και μια σκέψη που θα ζει βαθιά μέσα σου, σαν ψίθυρος.

Ήσασταν ένα «παραλίγο».

Κι αυτό, τελικά, ήταν ένας ολόκληρος κόσμος.

 

Συντάκτης: Ηλιάννα Βασιλείου