Το φως, τι άλλο,
μια αποδημούσα συνήθεια
Πουθενά ένα αίνιγμα να σταθείς
έξω απ’ αυτήν την καθαρή ατασθαλία του Ήλιου.
Κάθε πρωί, η ίδια υποχρεωτική επιφάνεια.
Δε διαπραγματεύεται τη λάμψη του.
Την παραδίδει σαν εγκύκλιο,
με πρωτόκολλο και εξόφληση
στο πάνω μέρος του ουρανού
Αν μπορούσε, θα χάριζε στον κόσμο
ένα υποκατάστατο ρευστό,
ένα φωτογραφικό άλλοθι
να πούμε ότι είδαμε
χωρίς να ενοχλήσουμε το βλέμμα
Μα εκείνος, αμετάθετος
στην τεράστια μονοτονία του.
Πουθενά μια γραμμή αίματος
να σου υπενθυμίσει τη δική σου ενοχή
που δε φθάρθηκες μαζί του,
που αρνήθηκες να γίνεις
μια κουτσουλιά πάνω σε χρυσόμυγα του ανεπανάληπτου
Τίποτα. Μόνο αυτή η εξουθενωτική ακρίβεια.
Και το λίγο του κόσμου
που επιμένει να λάμπει.
Το φως, τι άλλο, είναι πρώτη ύλη για την απουσία.
Όχι αυτό που έρχεται.
Αυτό που είχε έρθει και φεύγει.
Ένα χρεωστικό υπόλοιπο από χρυσό
στην τραπεζική όψη του μεσημεριού.
Κι εμείς, οι ενεχυριασμένοι,
να προσπαθούμε να αποδείξουμε
ότι υπήρξαμε στη δέσμη του.
Το φως δεν είναι δώρο. Είναι μια σύμβαση.
Το πληρώνεις με τις σκιές σου.
Είναι η αρχειοθέτηση της στιγμής,
αυτή η βιαστική φωτογραφία
που δεν προλαβαίνεις να κρύψεις
το λάθος βλέμμα σου
Κι όταν τελειώνει
αφήνει πίσω του μια σκόνη ακαθόριστη.
Τη λένε νοσταλγία οι ποιητές.
Είναι απλώς το αποτύπωμα
της φθαρμένης αλήθειας μας.
Πουθενά μια υπόσχεση για την επιστροφή του,
μόνο η παραίτηση των αντικειμένων
να μην είναι πια ορατά.
Και εσύ, βαρύς από το βάρος που μόλις έχασες.
