Είναι βράδυ. Ο ύπνος αποφάσισε να μη σ’ επισκεφτεί αν και το σώμα σου είναι εξαντλημένο. Ακολουθείς την ίδια τακτική από τη μέρα που χώρισες. Βάζεις στο κορμί σου δύσκολα ώστε όταν φτάσει το βραδάκι να μην έχεις τη δύναμη, την ώρα, το κουράγιο να σκεφτείς. Να αποσυνδέεται το μυαλό λόγω κούρασης και τα αισθήματα να πηγαίνουν για ύπνο. Τα καταφέρνεις ως επί τω πλείστον αλλά είναι και βράδια σαν το αποψινό. Που η κούραση δεν είναι αρκετή ώστε να σε λυτρώσει απ’ τη μοναξιά. Που είτε το θέλεις είτε όχι, νιώθεις πως κάτι σου τρώει τα σωθικά, αργά και βασανιστικά, εκεί στα σκοτεινά. 

Είσαι στον καναπέ. Απόλυτο σκοτάδι. Το μοναδικό φως είναι αυτό του κινητού που σου φωτίζει το πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας -όπως και της νύχτας- ανέκφραστο. Αποφεύγεις να μιλάς, δεν μπορείς να γελάς, βρίσκεις ανούσιο να αντιδράς. Όλα τα παρατηρείς. μα τίποτα δε σ’ αγγίζει. Είναι λες και το κορμί σου σε φιλοξενεί. Νιώθεις ξένος μέσα του, αισθάνεσαι ότι ζεις στο μυαλό σου, παγιδευμένος σε σκέψεις που παίζουν σε επανάληψη χωρίς να μπορείς να κάνεις πολλά για να τις διώξεις. 

Οι χωρισμοί είναι δύσκολοι για όλους. Αλλά ο καθένας όταν ζει το δικό του πνίγεται μέσα στον πόνο του. Πολλές φορές το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν προσπαθείς. Σκέψου κάποιον που δεν ξέρει κολύμπι να προσπαθεί να τα φέρει βόλτα στα βαθιά. Όσο προσπαθεί, τόσο περισσότερο νιώθει πως κινδυνεύει. Κι εκεί, μέχρι να μάθει, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να κάνει ό,τι μπορεί για να επιπλεύσει. Κι εσύ, σε μια τέτοια κατάσταση, δεν παρακολουθείς τα social media, φορτώνεις τις μέρες σου με δραστηριότητες απ’ το πρωί ως το βράδυ, κρατάς τον εαυτό σου διαρκώς απασχολημένο και προσπαθείς να προχωρήσεις, ώστε να ξεπεράσεις το χωρισμό όσο πιο γρήγορα γίνεται. Καλά τα πας, κι ας φαίνεται με γυμνό μάτι η προσπάθειά σου σαν πνιγμός. Το σημαντικό είναι πως επιπλέεις, πως υπάρχει πρόοδος. Μικρή μεν, πρόοδος δε. 

Μια στιγμή όμως είναι αρκετή για ν’ αλλάξουν όλα. 

Συχνά στους εθισμούς ο χρήστης γνωρίζει τις επιπτώσεις των πράξεών του, κι όμως αυτό δεν τον σταματά απ’ το να τις κάνει. Έτσι κι εσύ, εκεί στο σκοτάδι, ανοίγεις το messenger με σκοπό να μπεις σε μια συγκεκριμένη συνομιλία, που έχεις πλέον ν’ ανοίξεις καιρό. Οι παλάμες ιδρώνουν και το ξανασκέφτεσαι πριν πάρεις τη μεγάλη απόφαση και ξεπροβάλλουν τα μηνύματα στην οθόνη του κινητού. Μήπως καλύτερα ν’ αντισταθείς; Κι όμως, εδώ που έφτασες πλέον μοιάζει αδύνατο. 

Ένα κλικ και ξαφνικά επέστρεψες σ’ έναν κόσμο που είχες ορκιστεί ν’ αφήσεις πίσω σου. Που έθαψες στο inbox και προσποιήθηκες πως δεν υπάρχει. Κι όμως είναι όλα εκεί. Οι συζητήσεις, τα λόγια τα μεγάλα, τα λογάκια τα μικρά. Οι καρδούλες, τα πειράγματα, τ’ αστεία. Η συνθηματική γλώσσα που είχατε αναπτύξει και καταλαβαίνατε μόνο εσείς. Αυτή που ήταν μονάχα δική σας και που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο δε θα ‘ταν παρά λέξεις χωρίς νόημα, νηπιακές ή και χαζές. 

Μηχανή του χρόνου δεν ξέρεις αν υπάρχει αλλά αυτό που ένιωσες εκείνη τη στιγμή σε ταξίδεψε. Συναισθήματα γεννήθηκαν βλέποντας τα μηνύματα στην οθόνη κι έμεινες ν’ αναπολείς στιγμές του παρελθόντος που ως τώρα είχες θάψει στην άκρη του μυαλού σου. Βλέπεις λέξεις, γεμάτες ενέργεια και φορτίο, που την πρώτη φορά που αποτυπώθηκαν στην οθόνη σου πίστεψες σ’ αυτές.  Το ονοματάκι που σου είχε δώσει ήταν τόσο γλυκό και μοναδικό. Το χαζοπαρατσούκλι σου. Ήταν η ζωή σου ολόκληρη αυτή η σχέση κι η μεταξύ σας επικοινωνία. Είχες ανάγκη μια καλημέρα για να γίνει η ρουτίνα πιο γλυκιά κι η καληνύχτα ήταν η επιβεβαίωση πως τη μέρα που πέρασε προστέθηκε ακόμα ένα λιθαράκι σ’ αυτό το πάντα που προσπαθούσατε να χτίσετε μαζί. 

Τώρα, εκεί στο σκοτάδι, αυτά μοιάζουν νεκρά. Λες και στέκεσαι πάνω από τάφο και το μυαλό δεν μπορεί να διαχειριστεί πως κάποτε αυτό το κορμί ήταν γεμάτο ζωή και τώρα είναι άψυχο στο χώμα. Έτσι ήταν και οι λέξεις. Άψυχες. Ξαπλωμένες στην οθόνη. Λέξεις που δε λένε τίποτα πια. Σαν ληγμένο συμβόλαιο. Άκυρες. Αποδεικτικά στοιχεία μιας άλλης εποχής. Τα λόγια δυο ανθρώπων που απ΄ότι φαίνεται δεν είχαν καταλάβει πως ο έρωτας δεν είναι έρωτας άμα τελειώσει.  Που αράδιαζαν λόγια σε έναν διαδικτυακό διάλογο ενώ ίσως θα έπρεπε να έκαναν μια συζήτηση face to face, ουσιαστική, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια. 

Η όρασή σου έχει θολώσει απ’ το αλμυρό νερό που έχει πλημμυρίσει τα μάτια σου με αποτέλεσμα η οθόνη του κινητού να μην ανταποκρίνεται πια στο άγγιγμά σου. Είναι μήπως σημάδι να σταματήσεις;

Σκουπίζεσαι και σταματάς. 

Συντάκτης: Αντώνης Καζούλης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.