Έμαθα πως αν τον βρεις τον έρωτα δεν πρέπει να τον προσπεράσεις. Πρέπει να μείνεις εκεί να τον νιώσεις στο πετσί σου τόσο που να σε πονά και να θέλεις πιο πολύ. Ακόμα και την απουσία του άλλου να τη γουστάρεις γιατί θα δυναμώσει τα συναισθήματα στην παρουσία του.

Κάθε απόγευμα γύρω στις 6 έβλεπα από το παράθυρο της κουζίνας την Άννα στο διπλανό διαμέρισμα. Ίδια ώρα που έφτιαχνα εγώ τον καφέ, έφτιαχνε εκείνη το σπίτι. Μου έκανε εντύπωση που κάθε φορά το ριγέ μαξιλάρι ήταν σε διαφορετική πολυθρόνα και που κάθε βδομάδα είχε ένα νέο διακοσμητικό στο τραπεζάκι. Καθάριζε και μαγείρευε μανιωδώς. Ήταν λες και κάθε βράδυ περίμενε κόσμο. Συστηθήκαμε μια μέρα που φύτευε «νυχτολούλουδα, που μοσχοβολάνε το βράδυ» – αν και τότε δεν κατάλαβα αυτή της τη φράση. Πάντα είχε μια αδημονία στην έκφραση του προσώπου, κι όταν πλησίαζε το βράδυ, με χαμηλό φωτισμό πηγαινοερχόταν χωρίς λόγο από το ένα δωμάτιο στο άλλο και μετά στο μπαλκόνι. Σ ’εκείνο το μπαλκόνι την άκουσα να ψιθυρίζει στο τηλέφωνο «τις ώρες που λείπεις ο παράδεισος πονάει περισσότερο. Πονάει γλυκά».

Μόνο έναν καφέ ήπιαμε με την Άννα για να καταλάβω την «παράνοια» και τις «ψευδαισθήσεις» του έρωτα. Ακούγεται σαν ασθένεια ο έρωτας – κι είναι. Πώς γίνεται ο παράδεισος να πονάει; Πώς γίνεται να είναι γλυκός ο πόνος; Περίεργοι συνδυασμοί.

Τότε μου φαινόταν χαζοερωτευμένη μα μετά ερωτεύτηκα κι εγώ, όπως κι εσύ.

Στο μυαλό σου σχεδιάζεις σενάρια για το πώς να υποδεχτείς τον έρωτά σου και τελικά δεν εφαρμόζεις κανένα από αυτά, αλλά τα άλλα τα αυθόρμητα των ερωτευμένων. Γουστάρεις να σε τρώει το σαράκι για το πού είναι και τι κάνει. Πεθαίνεις να μάθεις αν αισθάνεται την απουσία σου όσο κι εσύ. Λατρεύεις να αναρωτιέσαι αν έχει την ίδια επιθυμία το βράδυ να κοιμηθείτε αγκαλιά.

Αν γελά τώρα και δεν είσαι εσύ ο λόγος; Για σένα θες να γελά μόνο. Κι ας είναι εγωιστικό.

Αγοράζεις διακοσμητικά για το σπίτι κι αλλάζεις τα κεριά στο τραπεζάκι κάθε μέρα. Κοιτάς την πόρτα πολλές φορές λες κι είναι διάφανη για να δεις αν έφτασε. Βγαίνεις στο μπαλκόνι πάνω από πέντε φορές να δεις αν είναι στην είσοδο της πολυκατοικίας. Στο μεταξύ βάζεις το ένα ρούχο μετά το άλλο για να μοιάζεις πειρασμός, αλλά το ένα είναι πολύ επίσημο και το άλλο πολύ απλό. Τελικά καταλήγεις στις αθλητικές φόρμες με τη δικαιολογία ότι «αν είναι να σε ερωτευτεί θα πρέπει να είναι στην καθημερινότητά σου».

Αν δεν έρθει το βράδυ, σου λείπει πιο πολύ. Η ώρα 3:49 θα ξυπνήσεις και θα πάρεις τηλέφωνο. Αγαπάς το να μιλάτε μέσα στη νύχτα. Μεθυσμένη φωνή από τον ύπνο και βραχνή. Αν σου κάνουν καρδιογράφημα την ώρα που μιλάτε θα σου χρεώσουν αρρυθμίες και επίφοβο εγκεφαλικό. Θα αναρωτηθεί τι έπαθες μες τα μεσάνυχτα και θα πεις «μου λείπεις».

Δεν υπάρχει απάντηση στο γιατί σου λείπει – «γιατί έτσι». Γιατί αυτό που φοβάσαι περισσότερο είναι να τον χάσεις κι όταν δεν είναι εκεί σου θυμίζει πρόβα της απουσίας του.

Έτσι είναι ο έρωτας. Δε ξεχρεώνει μ’ ένα «θα τα πούμε μετά». Αν παραγγείλεις freddo cappuccino δεν σου λένε «το αφρόγαλα μετά». Τώρα το θες κι ολόκληρο.

Σου λέει να διαβάσεις πριν έρθει. Πώς να διαβάσεις αν δεν είναι εκεί; Κι αν είναι εκεί, πώς μπορείς να διαβάσεις; Τελικά δε θες να διαβάσεις. Θες να είναι εκεί.

Ούτε να γίνεις καλύτερος θέλεις. Καλύτερος γίνεσαι μόνο για να σε θαυμάσει αυτή. Ούτε να γίνεις όμορφη θες. Για ποιον να γίνεις όμορφη αν λείπει;

Όταν λείπει είσαι σαν μια κιθάρα που της έφυγε μια χορδή. Μοιάζει κάτι σαν νυχτολούλουδο που μοσχοβολάει το βράδυ και δεν το βλέπεις ποτέ.

Αν τα διάβαζε αυτά η Άννα θα έλεγε «καλωσόρισες στον κόσμο μου».

Για όλα αυτά να γουστάρεις όταν σου λείπει. Γιατί θα‘ ναι μονότονη η ταινία που θα δεις κι άνοστη η πίτσα που θα παραγγείλεις. Γιατί είναι αρκετό να σου τσιμπήσει αυτός το μάγουλο για να χαμογελάς ώσπου να τον ξαναδείς. Γιατί κι αυτή είναι γλυκός μπελάς. Και μπελάς και γλυκός.

Γιατί η ζωή θέλει και τη μαγεία της και τη χρυσόσκονη και τα νυχτολούλουδά της.

 

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου