«Βρήκα το λιμάνι μου», είπε η Τάνια με πρωτοφανή σιγουριά μετά από τρεις μήνες σχέσης.

Πως το βρήκες μωρή το λιμάνι σου στα 23 μετά από πέντε χρόνια αλλεπάλληλων δίμηνων (αν λέγονται) σχέσεων που κατέληγαν στα «δεν ήταν ο κατάλληλος»;

Θα μου πεις ξεπεράσαμε τους δύο και μπήκαμε στους τρεις μήνες. Σωστό κι αυτό. Μεγάλο αξίωμα του λόγου σου.

Το να ερωτεύεσαι τον κάθε καλοθελητή που σου κερνάει ένα σφηνάκι γιατί δεν έχει τίποτα άλλο στο ωραίο κεφαλάκι του εκτός από το να σε αγαπήσει και μόνο, δε λέγεται σχέση. Λέγεται περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

Καλά όλα αυτά και μαζί σου αν μέσα στον ασυνείδητο μαζοχισμό σου το γουστάρεις, αλλά το λιμάνι δεν το βρίσκεις στο κουτί με τα πατατάκια ενώ βλέπεις το βαμμένα κόκκινα μαλλιά, ούτε όταν clubάρεις στο τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.

Ποιος σε θέλει βολεμένη, πλήρως καταπιεσμένη αλλά με ρετουσαρισμένο χαμόγελο για να ρίξεις τον επόμενο;

Όταν χρόνια μετά λύσεις τα πρέπει και δεν πρέπει σου κι όλες τις συσσωρευμένες κατακραυγές μέσα σου, τότε βρες και λιμάνι και άραξε.

Κι όταν λέω χρόνια μετά δεν εννοώ ηλικιακά. Εννοώ να έχεις γνώση του που πας, τι θες, τι δε θες, σώας τας φρένας και την αγάπη σε σένα.

Άραξε τότε, αλλά το άλλο καράβι σου να μπορεί να σε ακολουθήσει σε θάλασσες κι ωκεανούς μέρες και νύχτες.

Αν δεν το μπορεί, απλό. Δεν το βρήκες. Ή αν το βρήκες, αυτό δε βρήκε εσένα χρονικά σωστά. Το πηλίκο είναι το ίδιο. Δεν ξεμπαρκάρετε.

Το χειρότερο ενδεχόμενο που μπορεί να κατακρεουργήσει τη ψυχολογία σας είναι αυτό: να ξεμπαρκάρετε μόνοι.

Μετά από δύο – τρία και βάλε χρόνια σχέσης, εκεί που είστε έτοιμοι να σαλπάρετε για το κοινό ταξίδι, σας ενημερώνει ότι λόγω ανέμου δεν ταξιδεύει μαζί σας. Άνεμο, βέβαια, που μόνο αυτός βλέπει γιατί ο καιρός ηλιόλουστος είναι.

Οι δικές σας οι σειρήνες ήδη ηχούν και κι άντε μετά να σας μαζεύουμε.

Μπορεί ένα καράβι να’ναι ασφαλές σ’ ένα λιμάνι αλλά τα καράβια δε φτιάχτηκαν να αγκυροβολούν.

Γι αυτό και ‘συ αν θες να ρίξεις άγκυρα, πάει μπήκες σε λάθος τροχιά. Ξεβολέψου και ταξίδεψε. Πώς ο Μέγα Αλέξανδρος κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου;

Μην πάρεις σβάρνα τα λιμάνια να δεις που βολεύεσαι ή τι σου πάει. Πάρε σβάρνα τις θάλασσες.

Αν από την άλλη ανήκεις στην κατηγορία αυτών που προτιμούν να ταξιδεύουν μόνοι, τότε τι το παιδεύεις το έρμο το καραβάκι που τραβιέσαι και κάνει όνειρα για το για πάντα σας;

Το για πάντα (μεταξύ μας) κι εσύ να το πίστευες θα ‘ταν καθαρά λόγω καψούρας κι όχι λόγω συνειδητής επιλογής (εκτός μεμονωμένων εξαιρέσεων).

Επιστρέφω προ των παρενθέσεων και λέω πως αν το πας το καΐκι μόνος και προτιμάς να έχεις εσένα για καπετάνιο και ναυτικό προσωπικό, τότε μη σε νοιάξει αν κάποιοι σε πουν υπερωκεάνιο ή σαπιοκάραβο των καιρών.

Να ξέρεις όμως πως τις θύελλες και τις καταιγίδες σου θα τις περνάς μόνος. Και τις καλές μέρες πάλι μόνος θα της περνάς.

Όχι, το λέω, γιατί η Τάνια μετά από κάθε παταγώδη αποτυχία της σε νέα γνωριμία θυμόταν τα «εγώ είμαι ανεξάρτητη» και «δεν θέλω κανέναν στο κεφάλι». Έτσι, για να πνίξει όλες τις εσωτερικές κατακραυγές που κάναμε λόγο πιο πριν. Έϊ ψιτ, άμυνα λέγεται. Όχι ανεξαρτησία.

Έξι χρόνια μετά επιβεβαιώνω όσα μου έμαθε η παρέα με την Τάνια.

Κανένα καράβι δε δένει σε κανένα λιμάνι.

Καλύτερα: Κανένα αυτόνομο καράβι δε δένει σε κανένα λιμάνι.

Ακόμα και οι σχέσεις που έχουν ωριμάσει, που δίνουν και παίρνουν ισάξια και που έχουν για αφεντικό την επικοινωνία, πάλι πλέουν ξεχωριστά.

Σέβονται αυτή την ατομικότητα μέσα στη δυαδικότητα. Δεν είναι κανείς πιο μπροστά από τον άλλο. Αν συμβεί, τότε κάτι πάλιωσε, θα το βρεις μπροστά σου και θα με θυμηθείς.

Πόσες φορές είχατε κοντά σας σχέσεις που τις ζηλεύατε κι εσείς ακόμα, για την αψεγάδιαστη εικόνα που έβλεπαν τα ματάκια σας;

Και πόσο πιο τέλεια αρμονική σχέση την ακούγατε από το στόμα των φίλων σας;

Κορνίζα ήταν! Να σας πω εγώ. Επιφανειακή εικόνα του έρωτα που μεταφράζεται από τους γύρω σε αγάπη στεριωμένη.

Θυμάστε την κατάληξή τους; Δεν το είπα εγώ, εσείς το σκεφτήκατε.

Προχθές η Τάνια μπαίνει φουριόζα στο γραφείο και μου πετά το προσκλητήριο γάμου της. Το χαμόγελο δεν ήταν ρετουσαρισμένο εδώ κι ένα χρόνο, τα μάτια σπινθηροβολούσαν.

Χάρηκα. Προ στιγμής πίστεψα στα λιμάνια.

Σας αφήνω, έχω να πλεύσω.

 

 

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου