Δεν ξέρω πώς να μετρήσω τον πόνο. Δε χωρά σε αριθμούς. Δε χωρά σε στατιστικές. Στην Παλαιστίνη ο χρόνος δε μετριέται με λεπτά, αλλά με εκρήξεις. Μετριέται με το πόσα παράθυρα έσπασαν σήμερα, με το πόσες καρδιές έπαψαν να χτυπούν.

Υπάρχουν παιδιά που δεν έμαθαν ποτέ τι σημαίνει ασφάλεια. Ξέρουν μόνο πώς να ξεχωρίζουν τον ήχο μιας βόμβας από μιας πόρτας που τρίζει. Ξέρουν να τρέχουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι παίζουν. Και τα μάτια τους έχουν ηλικία πολύ μεγαλύτερη από το κορμί τους. Η γη εκεί είναι κουρασμένη. Έχει πιει περισσότερο αίμα απ’ όσο νερό. Κι όμως, ανθίζει. Ανθίζει με λουλούδια που ξεπηδούν μέσα από χαλάσματα, με ελπίδα που στέκεται πεισματικά όρθια, ακόμη κι όταν όλα γκρεμίζονται.

Λένε ότι όλα γίνονται για «ασφάλεια». Μα ποια ασφάλεια στέκει πάνω από το βλέμμα ενός παιδιού; Ποια άμυνα έχει δικαίωμα να σβήνει ολόκληρες γενιές; Δεν είναι ισορροπία είναι άνιση μάχη. Δεν είναι πόλεμος  είναι εξόντωση. Είναι μια γενοκτονία που φοράει μάσκες, που κρύβεται πίσω από λέξεις ουδέτερες, για να μην πληγώνεται η ευαισθησία όσων κοιτάζουν από μακριά.

Κι εμείς; Εμείς που ζούμε σε σπίτια ασφαλή, με στέγες που δεν τρίζουν από φόβο; Βλέπουμε εικόνες, κλαίμε λίγο μπροστά στην οθόνη, μετά συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας. Είναι φυσικό να συνεχίζουμε∙ μα δεν είναι φυσικό να ξεχνάμε. Γιατί η λήθη είναι το πιο βαρύ έγkλημα.

Η σιωπή μας είναι βόμβa. Η αδιαφορία μας είναι σφαiρα. Κάθε φορά που λέμε «δεν μπορώ να κάνω τίποτα», ένα παιδί καταλαβαίνει ότι ο κόσμος το εγκατέλειψε. Κι η συνενοχή μας δεν είναι αόρατη∙ μυρίζει στάχτη, κολλάει στα ρούχα μας, ακόμη κι αν δεν το παραδεχόμαστε. Στην ουσία, το να στέκεσαι με την Παλαιστίνη δε σημαίνει πως μισείς τους Ισραηλινούς∙ σημαίνει πως στέκεσαι με την ανθρωπιά. Με τον αδύναμο απέναντι στον ισχυρό που τον συνθλίβει.

Και τότε, όταν λες «είμαι με την Παλαιστίνη», λες πολλά περισσότερα:
– λες «είμαι με τα παιδιά που στερούνται το δικαίωμα να μεγαλώσουν με ασφάλεια»,
– λες «είμαι με τους ανθρώπους που τους ξεριζώνουν απ’ τη γη τους»,
– λες «είμαι με την ίδια την έννοια της δικαιοσύνης».

Δεν χρειάζεται να είσαι Παλαιστίνιος για να νιώσεις. Αρκεί να έχεις καρδιά. Να θυμάσαι πως όλα τα παιδιά μοιάζουν: γελούν με τον ίδιο τρόπο, φοβούνται με τον ίδιο τρόπο, ζητούν αγκαλιά με τον ίδιο τρόπο. Κι όταν χάνεται ένα παιδί εκεί, χάνεται κάτι και από εμάς. Γιατί η ανθρωπότητα είναι ένας ενιαίος οργανισμός∙ κι όταν πονάει ένα μέλος του, πονάει όλο το σώμα.

Φαντάζομαι συχνά τι θα έλεγε η Ιστορία αν είχε φωνή. Ίσως να μας ρωτούσε: «Γιατί επιτρέψατε πάλι το ίδιο; Δεν μάθατε τίποτα από τα προηγούμενα;» Ίσως να γελούσε πικρά με την αφέλειά μας, που νομίζουμε ότι ο πολιτισμός είναι τα κτίρια, οι γέφυρες και η τεχνολογία μας, ενώ στην πραγματικότητα είναι μόνο ένα: η ικανότητά μας να προστατεύουμε τον αδύναμο.

Η Παλαιστίνη δε ζητάει οίκτο. Ζητάει δικαιοσύνη. Ζητάει χώρο να ανασάνει, να ονειρευτεί, να ζήσει. Ζητάει να μεγαλώνουν τα παιδιά της κάτω από ήλιο κι όχι κάτω από συντρίμμια. Ζητάει αυτό που κάθε άνθρωπος αξίζει: να ζήσει χωρίς φόβο. Κι εμείς, εδώ, μακριά, έχουμε ένα χρέος. Όχι να σώσουμε μόνοι μας τον κόσμο –δεν μπορούμε.

Αλλά να μη σωπαίνουμε. Να μην αφήνουμε τη βία να ονομάζεται «κανονικότητα». Να μην αφήνουμε το αίμα να μοιάζει με ειδησεογραφικό background. Κάθε λέξη μας, κάθε ανάρτηση, κάθε φωνή που ενώνεται, είναι μικρή σπίθα ενάντια στο σκοτάδι.

Κάθε παιδί που χάνεται εκεί, είναι ένας ουρανός που σβήνει. Κι όταν σβήνουν πολλοί ουρανοί, ο κόσμος μας γίνεται πιο σκοτεινός. Μα αν κρατήσουμε έστω και μία φλόγα αναμμένη, ίσως κάποτε φωτίσει ξανά ολόκληρη τη γη. Η ελπίδα δεν είναι πολυτέλεια∙ είναι αντίσταση. Κι όσο κι αν μοιάζει αδύναμη μπροστά σε τανκς και βόμβες, η ελπίδα έχει μια δύναμη που κανένα όπλο δεν καταφέρνει να σκοτώσει: γεννιέται ξανά και ξανά, κάθε φορά που κάποιος αρνείται να μείνει σιωπηλός.

Κι έτσι, ακόμη κι αν η σιωπή μυρίζει στάχτη, η φωνή μπορεί να μυρίσει ζωή.

Συντάκτης: Ηρώ Γ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη