Το πρώτο τηλεφώνημα θα πάει στην προώθηση κλήσεων. Το δεύτερο θα έχει την ίδια τύχη και κάπως έτσι θα ξεκινήσει μια άρνηση για επικοινωνία. Δεν υπάρχει διάθεση, δεν υπάρχει επιθυμία να συζητηθούν και να μοιραστούν αυτές οι σκέψεις που σ’ έχουν κατακλύσει. Είναι οι προβληματισμοί που σ’ έχουν βαρύνει τόσο, που δεν ξέρεις πώς να διαχειριστείς το συναίσθημα που σου προκαλούν. Το μυαλό είναι θολό, το πρόβλημα παραμένει άλυτο κι αυτό το μαράζι στην καρδιά δε λέει να περάσει.

Το τηλέφωνο θα συνεχίσει να χτυπάει κι η οθόνη του κινητού σου κάνει φωτορυθμικά στην τσέπη ή στη γωνιά του τραπεζιού που το έχεις παραμερίσει. Από την άκρη του ματιού σου, έχεις ήδη δει το όνομα κι όσο αυτό εμφανίζεται, τόσο εσύ λουφάζεις περισσότερο μέσα στην αγκαλιά του καναπέ. Ίσως ένα δάκρυ να κυλήσει, από διαμαρτυρία για όλο αυτό το σφίξιμο που σ’ έχει πιάσει στο στήθος. Έπειτα, έρχεται ο πονοκέφαλος κι εκείνος ο άμοιρος καφές παγώνει όλο και περισσότερο, όσο μένει άπιωτος. Πόσους, όμως ν’ αντέξει κι αυτό το ταλαίπωρο στομάχι που μόνο υγρά δέχεται σήμερα; Δε γίνεται κάθε φορά εκείνο να την πληρώνει! Η άρνηση να παλέψεις για τη διάθεσή σου συνεχίζει να φαίνεται σε όλες τις κινήσεις και τις ανθρώπινες λειτουργίες. Θλίψη, πόνος, ημικρανία κι αδράνεια. Στις τόσες σκέψεις, μένει το κορμί παράλυτο στον καναπέ και βουλιάζει για πάντα στη θαλπωρή των μαξιλαριών;

Ώσπου ένας αιφνίδιος ήχος ν’ αλλάξει τα δεδομένα. Μια επίσκεψη μη αναμενόμενη, αλλά που συνάμα, φέρνει χαρά. Είναι το κολλητάρι, που ανησύχησε και σκέφτηκε να εξακριβώσει αν ζεις. Είναι η ανακούφιση από πλευράς σου, μια επιβεβαίωση πως δεν είσαι μόνος, γιατί ένας άνθρωπος τόλμησε να κάνει την πιο γλυκιά κι ανθρώπινη κίνηση για να είναι δίπλα σου. Κατάλαβε τον πόνο σου, όμως, δε σε άφησε να τον περάσεις μόνος.

Μ’ ένα οικογενειακό παγωτό, με σουβλάκια ή έστω και τα γαριδάκια εκείνα που μυρίζουν καμένο λάστιχο αλλά έχουν μια απίστευτη γεύση που θυμίζει αθωότητα, με ροπή στην σκανταλιά και την αταξία. Παραμάσχαλα, ένα μπουκάλι βότκα κι ένα χαμόγελο που θα σκάσει δειλά μαζί μ’ ένα σιωπηρό «ευχαριστώ» από πλευράς σου, που το κολλητάρι τόλμησε να έρθει να σε βρει. Παραμέρισε την άρνησή σου, άφησε στην άκρη την επιθυμία σου για εγκλεισμό και προσπάθησε να είναι εκεί για σένα, όταν εσύ δεν ήθελες να είσαι εδώ για τον εαυτό σου. Ούτε εκείνο ήξερε αν αυτό θα είχε αποτέλεσμα, αλλά να, που εμφανίστηκε κι ήρθε για να μείνει.

Τους τολμηρούς ανθρώπους, που ρισκάρουν για να δείξουν το ενδιαφέρον τους, θα έπρεπε να τους αγαπάμε ένα τσικ παραπάνω. Εκείνοι ξέρουν πως αυτό είναι το γιατρικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις: μια καλή παρέα κι ας μη μιλάει κανένας με κανέναν. Ίσως ν’ ακούγεται μόνο το κουτάλι να σχίζει το παγωτό και το γαριδάκι που κάνει χρατς σε κάθε δαγκωνιά του. Δε θα ειπωθούν κουβέντες που θα δυσκολέψουν την κατάσταση, δε θα έχουν σημασία, ούτε θα γίνει προσπάθεια να λυθεί ή όχι το πρόβλημα. Θα υπάρχει όμως η καλή παρέα που θα ελαφρύνει το βάρος της μοναξιάς και θα βοηθήσει. Και θα είναι εκεί, ως τη στιγμή που το μυαλό θα φύγει από το πρόβλημα, και θα μπορέσει για λίγο θα κάνει μια παύση, που θα μοιραστεί σε δυο μυαλά.

Η πολλή ανάλυση κι η τεταμένη σκέψη, άλλωστε, μόνο πονοκέφαλο μπορούν να δημιουργήσουν, μαζί με αγανάκτηση κι ένα θολό τοπίο. Διότι κάθε πρόβλημα, θέλει τον χρόνο του κι αυτό οι κολλητοί το ξέρουν. Τραβάνε τον μοχλό για την αποσυμπίεση με τη δική τους σιωπηρή συνεργασία. Και τελικά, αυτές οι πράξεις από τους κολλητούς, είναι οι πιο σπουδαίες αποδείξεις αγάπης προς το πρόσωπό μας.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου