Τους συναντάς στην καθημερινότητά σου, άνθρωποι με μια ώριμη, σοβαρή (ή μάλλον σοβαροφανή), συμπεριφορά, που δύσκολα σου επιτρέπει να καταλάβεις τον εσωτερικό τους κόσμο. Δεν υπάρχει κάποιο εμφανές ψεγάδι, κάτι που να μπορείς να τους προσάψεις, τίποτα παράταιρο για να τους κρίνεις. Έχουν τον έλεγχο και την αυτοκυριαρχία -ή έστω έτσι δείχνουν. Γνωρίζουν τα μειονεκτήματά τους και ξέρουν πώς να τα διαχειριστούν.

Θα τα μάθεις κι αυτά, τα λιγότερο φωτεινά σημεία τους, θα τα γνωρίσεις όταν εγκριθείς απ’ τη δική τους αξιολόγηση, όταν γίνεις επιστήθιος φίλος. Και τότε θα εκπλαγείς. Είναι διπρόσωποι, όχι απαραίτητα με την ύπουλη έννοια της υποκρισίας, αλλά περισσότερο της διττότητας του χαρακτήρα τους. Είναι μια κατηγορία ανθρώπων, δεν είναι ο κανόνας.

Φαίνεται να ‘χουν συμφιλιωθεί με τη μοναξιά τους, γιατί όλα αυτά προδίδουν μια συμπεριφορά μοναχικών ανθρώπων. Έχει γίνει βίωμα και συνήθεια ζωής να κλείνονται στον εαυτό τους. Εσωστρεφείς αρκετά, γιατί μόνο μέσα τους βρίσκουν την ασφάλειά τους, την αποδοχή των επιλογών τους. Δε θέλουν να εισπράττουν σχόλια, γιατί ίσως κάποια απ’ αυτά να τους εξοργίσουν, κι εκείνοι δε θέλουν να δείξουν το άλλο τους πρόσωπο στον κόσμο. Η σκέψη να τσαλακωθούν, να δώσουν το δικαίωμα να σχολιαστούν, τους τρελαίνει. Θέλουν μια προσεγμένη κι ήσυχη εικόνα για τον εαυτό τους. Κι ας επικρατεί τρικυμία μέσα τους, οι άλλοι να παρατηρούν μονάχα γαλήνη.

Στην πραγματικότητα, δεν έχουν ακόμα βρει τις ισορροπίες τους. Μια κουβέντα  αρκεί για να χάσουν ως και τον ύπνο τους. Μα ούτε αυτό θα σου επιτρέψουν να το καταλάβεις. Όχι πως ποτέ δε θα δεις την αλήθεια τους, μια μέρα θα γίνει αντιληπτή. Πρέπει, όμως, να διανύσεις χιλιόμετρα μαζί τους, να ξοδέψεις ώρες αμέτρητες, ώστε να νιώσουν την ασφάλεια της δικής σου παρουσίας, και τότε θα ακούσεις τα πιο τρελά σενάρια των πιο ενδόμυχων σκέψεών τους.

Δε θα πρέπει να πανικοβληθείς, ούτε να ανοίξεις την πόρτα να φύγεις. Πρέπει να σκεφτείς τα χρονικά χιλιόμετρα που διάνυσες για να φτάσεις εδώ. Σε αυτό το σημείο ξεδιάλυνες όλα αυτά που τόσο καιρό σε γέμιζαν απορίες. Τώρα θα απαντηθούν όλα τα ερωτηματικά σου, αλλά αυτό που δεν πρόκειται ποτέ να μάθεις είναι πώς καταφέρνουν να σερβίρουν αυτήν την καλοσιδερωμένη όψη, όταν μέσα τους επικρατεί ένα χάος.

Είναι σκληροί με τον εαυτό τους. Κάποτε κάνουν την αυτοκριτική, αυτομαστίγωμα. Υποφέρουν και χαμογελάνε. Πονάνε μα δε μιλάνε πουθενά. Εκτός κι αν γίνεις άνθρωπος δικός τους, αν καταφέρεις να τους κάνεις να σε εμπιστευτούν, τότε δε θα υπάρχει κάτι που να τους συμβαίνει και να μην το μοιράζονται μαζί σου. Θα ξέρεις τα πάντα, γιατί τους ξεκλείδωσες. Γιατί πλέον άνοιξαν λίγο χώρο για ‘σένα στον κύκλο της μοναξιάς τους. Δύσκολα μπαίνεις κάποιος σ’ αυτόν κι εξαρτάται απ’ τον ίδιο το πόσο θα μείνει, πόσο θα αντέξει.

Ίσως να το σηκώσεις αυτό το βάρος, ίσως κι όχι. Κάποιες στιγμές μπορεί να σε φοβίζουν αυτά τα δύο, τόσο αντιφατικά, πρόσωπά τους. Μπορεί να το βαφτίζεις παράνοια. Μια συμπεριφορά που δε σου μοιάζει, που δεν μπορείς να την εξηγήσεις, που σε κάνει να μην ξέρεις τι θα ακολουθήσει. Η σχέση παίρνει άλλη εξέλιξη. Διαφορετική από αυτή που θα περίμενες. Είναι αργά να κάνεις πίσω, θες να βοηθήσεις, να ξεμπερδέψεις το γόρδιο δεσμό που φαίνεται να τους πνίγει.

Αντιμετωπίζεις μια ταλαιπωρημένη και σίγουρα μπερδεμένη, διχασμένη, προσωπικότητα που σου βγάζει ανθρώπινη αγάπη και θέλεις με τη δική σου οπτική να της δείξεις πως δεν υπάρχει λόγος να επιτρέπει σ’ όλες αυτές τις –κατά κύριο λόγο αρνητικές κι ανούσιες– σκέψεις να την καθορίζουν, να την παιδεύουν, να την ασφυκτιούν.

Δε χρειάζεται να ‘ναι τόσο σκληροί με τον εαυτό τους. Δε χρειάζεται να πνίγονται στα ρηχά και να κολυμπάνε πράγματι στα βαθιά. Δεν έχει λογική, απ’ τη μία να εξυμνούν τον εαυτό τους στους τρίτους κι απ’ την άλλη να τον υποτιμούν και να τον στέλνουν στα τάρταρα, όταν μένουν μόνοι. Ένα εκκρεμές που δεν έχει σταματημό. Μια αλλεπάλληλη μάχη με τον ίδιο τους τον εαυτό. Η κατάληξη άγνωστη. Δεν υπάρχεις εσύ μέσα σε όλο αυτό το σύνολο. Δεν μπορείς παρά μόνο να μείνεις εκεί ως ακροατής.

Κι αν αποφασίσεις να μιλήσεις, θα πρέπει να προσέξεις τον τρόπο σου, τις λέξεις σου, τις παρεξηγήσεις, την απομάκρυνση. Αν καταφέρεις να σ’ ακούσουν χωρίς να χαθούν, πέρασες απ’ τη δοκιμασία. Μην περιμένεις, όμως, θαύματα. Κέρδισες μονάχα χρόνο, όχι κι αφύπνιση ή αλλαγή. Είτε αναγνωρίζουν πως έχεις δίκιο είτε όχι, δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν συμβουλές, να πάρουν αποφάσεις, να δουν τα πράγματα αλλιώς. Κι εσένα δε σου επιτρέπεται να νευριάσεις ή να θυμώσεις, οφείλεις να τους ανεχτείς, με τις εκρήξεις και τα ξεσπάσματά τους. Έτσι πιστεύουν.

Κι εσένα αυτό δεν πρέπει να σε ενοχλεί. Άσ’ τους στη δική τους μιζέρια και σε εκείνη την ατέρμονη μάχη με τον εαυτό τους. Μια μάχη με το «εγώ» τους, που για ‘κείνους έχει τεράστια διάσταση, τόση που ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να την ελέγξουν, κι όμως πιστεύουν πως ελέγχουν τους άλλους. Δεν αντιλαμβάνονται πως μένεις εκεί επειδή το θες, όχι επειδή δεν μπορείς αλλιώς. Έχουν προβλήματα που δεν παραδέχονται ούτε στον εαυτό τους, κι όσο κι αν θες να τους βοηθήσεις, έχεις κι εσύ τα δικά σου -μόνο που εσύ τα ξεπερνάς πάντα μόνος.

Γιατί δοκίμασες μια κουβέντα μαζί τους για τα δικά σου θέματα κι έλαβες τις απαντήσεις σου. Σε δυο εκδοχές πάντα, γιατί εκείνοι οι άνθρωποι με τους δύο εαυτούς, τα σκέφτονται όλα από δυο πλευρές -κι ίσως και περισσότερες. Κι αυτό θα σε ενεργοποιήσει να καταλήξεις στη δική σου απόφαση. Σιωπηρά κινείσαι στα δικά σου θέματα. Γιατί οι δικοί τους μονόλογοι σ’ έχουν κουράσει και δε θες πια να τα μοιραστείς μαζί τους. Δε θες να τα επικοινωνήσεις, γιατί απλά επικρατεί μια ζάλη στο κεφάλι σου, κι εσύ το μόνο που θες είναι λίγη ηρεμία.

Λάθος σου, γιατί η σιωπή δίνει σου τους δίνει την εντύπωση της παθητικότητας. Μα εσύ δεν παραμένεις αδρανής από δειλία ή επανάπαυση, απλά δεν έχεις λόγο να δημιουργήσεις εντάσεις κι αντιπαραθέσεις. Σε εκείνη την περίπτωση, θα υποτιμηθείς, μα δε σε νοιάζει και πάλι, γιατί ξέρεις πως όταν σηκώσεις ανάστημα θα ‘χεις βάλει τέρμα.

Έτσι λύνεται ο γόρδιος δεσμός, που δεν είναι καν δικός σου. Απαλλάχτηκες, ηρεμείς κι απλά ξέρεις πλέον πως έχασες χρόνο αλλά βέβαια γνώρισες κι αυτό το, σαφώς ιδιαίτερο, ανθρώπινο είδος.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη