Είναι αλλόκοτο. Παράξενο και πρωτόγνωρο. Είναι μία από εκείνες τις στιγμές που εύχεσαι οι άνθρωποι να έρχονταν με οδηγίες χρήσης, ένα μικρό βιβλιαράκι στο οποίο θα μπορούσες να ανατρέξεις για να καταλάβεις τι σου συμβαίνει αυτή τη στιγμή.

Αυτός ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου είναι κάποιος πολύ σημαντικός για ‘σένα. Μονάχα εσύ ξέρεις πόσες νύχτες έχεις περάσει κλαίγοντας, πίνοντας, φωνάζοντας, με την αγανάκτηση να ξεχειλίζει από μέσα σου και τον εγωισμό σου να σιχτιρίζει για τη χαμένη αξιοπρέπειά σου. Πόση υπομονή έκανες, πόσες θυσίες.

Είναι δύσκολο να παραμένει κανείς προσκολλημένος σε κάποιον άλλο, σε κάποιον που δεκάρα δε δίνει αν απογοήτευσε ή πλήγωσε. Είναι αδύνατον να περνάει πάντα το δικό μας, να αρέσουμε σε όλους, να μας έρχονται όλα όπως τα θέλουμε. Μα εσύ δε ζήτησες ποτέ τίποτα τέτοιο. Εσύ ένα πράγμα ήθελες, εδώ και τόσα χρόνια, ή μάλλον έναν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που μονίμως ήταν αλλού, που ποτέ δε σε πρόσεξε, όχι όπως ήθελες.

Κατάφερες να τον πείσεις να γίνει φίλος σου, να σε γνωρίσει καλύτερα, με την ελπίδα να δει τι έχανε τόσο καιρό, μπας και τρέξει να δεθεί μαζί σου. Κατάλαβες πολλές φορές πόσο έξω έπεσες. Το εμπέδωσες όλες εκείνες τις φορές που το σύμπαν σε χαστούκισε δείχνοντάς σου αυτόν τον άνθρωπο ερωτευμένο με ένα πρόσωπο που δεν ήταν το δικό σου.

Μα εσύ έμεινες εκεί, έμεινες βράχος. Είσαι πιστός χαρακτήρας, κι αυτό είναι υπέρ σου. Υπήρχαν στιγμές που τράβηξες το σχοινί τόσο πολύ, που απαρνήθηκες όλους τους (παραλίγο) έρωτες που συνάντησες, μόνο και μόνο γιατί ξύπναγες και κοιμόσουν έχοντας στο μυαλό σου αυτόν τον άπιαστο έναν. Γράφτηκε πάνω σου ανεξίτηλα, ως απωθημένο, και τα χείλη σου, που περίμεναν πώς και πώς ένα φιλί, αρκέστηκαν στο να μιλούν γι’ αυτόν συνέχεια, για τον άνθρωπο που έκλεψε την καρδιά σου άθελά του και την κράτησε για πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούσες να αντέξεις.

Αλλά τα χρόνια πέρασαν, κι η καρδιά μαράζωσε. Θέλει κι αυτή λίγη αγάπη, λίγη στοργή, δε γίνεται να ‘ναι πάντα απτόητη και δυνατή μες στη μοναξιά της. Κι εσύ της φέρθηκες άσχημα. Την άφησες να πληγωθεί. Και τώρα, γεμάτη σημάδια και καμένη απ’ τα αποτσίγαρα, στέκει αγέρωχη και κοιτάζει αυτόν τον άνθρωπο που κάποτε ήταν το όνειρο. Τον κοιτάζει με έναν τρόπο άγνωστο στα δεδομένα του μυαλού σου, και σε μπερδεύει. Οι σταθερές σου αλλάζουν και τα χρώματα του κόσμου σου μεταλλάσσονται μονομιάς. Οι νέες εικόνες που βλέπεις πια είναι άγριες, αυστηρές, απόλυτες.

Ξαφνικά, η μορφή του είναι τσαλακωμένη. Προσέχεις ρυτίδες στο τέλειο δέρμα του, μαυρίλα στα ανοιχτόχρωμα μάτια του. Πάντοτε έτσι έμοιαζε, άραγε; Τον προσέχεις όσο καλύτερα μπορείς. Προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο έρωτας της ζωής σου. Προσπαθείς να θυμηθείς την υπόσχεση που είχες δώσει ότι θα τον πολιορκούσες για μια ζωή, μέχρι που να έπεφτε. Μα τώρα αυτή η ιδέα φαίνεται αστεία, άγνωστη, λες και την είχε κάποιος άλλος κι όχι εσύ.

Όλος ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα και δεν ξέρεις τι φταίει. Όχι, δεν ερωτεύτηκες άλλη ψυχή -μέχρι χθες υπήρχε μόνο η δική του. Όχι, δεν έκανε κάτι για να σε απωθήσει -είναι το ίδιο άτομο που ήξερες πάντοτε. Όχι, δεν ήθελες να γίνουν έτσι τα πράγματα -είχες βολευτεί σε αυτό που συνέβαινε.

Παραδέχεσαι στον εαυτό σου ότι νιώθεις την ψυχή σου ελεύθερη. Θυμάσαι να σου λένε πως «ό,τι δε λύνεται, κόβεται», όταν όλοι σε συμβούλευαν να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου και να στείλεις αυτό το πλάσμα όσο πιο μακριά από ‘σένα γίνεται, σε μια προσπάθεια να ξεκολλήσεις το είναι σου απ’ το δικό του. Μα να που δε χρειάστηκε. Ό,τι δε λύνεται, ίσως να λυθεί αργότερα, όταν έρθει η ώρα. Και τώρα αυτή η ώρα είναι εδώ.

Δε χρειάστηκε να συμβεί τίποτα. Όλα έγιναν πολύ φυσικά, κι εσύ βρέθηκες προ εκπλήξεως. Λες και το σύμπαν ξαφνικά βαρέθηκε, σε λυπήθηκε, αγανάκτησε με τον μαζοχισμό σου κι είπε να σε βγάλει από τη δυστυχία σου, αφού η κατάσταση δεν έβγαζε πουθενά. Τέλος τα κλάματα, τέλος οι αναμονές, τέλος η ματαιότητα και τα αδιέξοδα. Το βιβλίο που έγραφες τα τελευταία χρόνια τελείωσε, κι, όσο κι αν δε φαίνεται, είχε happy end. Ξέρεις γιατί; Γιατί μόλις εγκρίθηκε sequel.

Κοιτάζεις γύρω σου, με βλέμμα χαμένο. Σου κάνει εντύπωση πόσες επιλογές έχεις ενώπιόν σου, φαντάζουν αμέτρητες, κι είναι όλες άξιες της προσοχής σου. Μα πού ήταν τόσο καιρό; Πώς δεν τις έβλεπες; Φορούσες πράγματι παρωπίδες, τώρα το καταλαβαίνεις. Τα δεσμά που σε κράταγαν μία ανάσα από αυτό που νόμιζες ότι ήθελες έσπασαν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, σαν η κατάρα να λύθηκε, και τώρα μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον πλανήτη.

Πόσο εύκολα σβήνεται ένα απωθημένο, τελικά. Πόσο απλό είναι! Όλοι το ονόμαζαν αδύνατο κι έμεναν εκούσια όμηροί του. Ήσουν εκεί, το έζησες στο πετσί σου. Έχεις τις γρατσουνιές που σου άφησε όλη αυτή η ιστορία για να το αποδείξεις. Έχεις κι όμορφες στιγμές, όμως, για να σου θυμίζουν γιατί το υπέμενες, γιατί δεν έφευγες νωρίτερα. Και τώρα μπορείς να κάνεις ό,τι θες, να νιώσεις όπως θες. Νέα συναισθήματα σε κατακλύζουν, νέες εμπειρίες σε περιμένουν, κι η καρδιά σου μοιάζει σαν να αναστήθηκε, δε νιώθει καν πόνο για τον άνθρωπο που άφησε πίσω, για εκείνον που αγάπησε χωρίς ανταπόκριση.

Ναι, πάντα θα τον αγαπάς. Είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής σου, σου έμαθε πολλά. Δε σβήνονται έτσι τόσα χρόνια, τόσες ιστορίες, τόσα συναισθήματα. Μα ο άνθρωπος εξελίσσεται, κι εσύ έκανες αυτό ακριβώς. Δεν έχει σημασία πόσο καιρό σου πήρε, σημασία έχει ότι τα κατάφερες, προχώρησες, και τώρα πια είσαι πεταλούδα. Εμπιστεύσου τα νέα σου φτερά, λοιπόν, και πέτα.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη