Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά; Πριν αρκετές δεκαετίες, ο Ιβάν Παβλόφ έγινε ιδιαίτερα γνωστός μέσα από το πείραμα των σκύλων. Μέσω αυτού απέδειξε πως η επανάληψη είναι πράγματι η μητέρα της μάθησης και πως η συνήθεια είναι κάτι επικίνδυνα δυνατό.

Το ίδιο μας το σώμα είναι σχεδιασμένο με τρόπο που μας εκπαιδεύει όσο μεγαλώνουμε. Αν πάμε πάνω από μια αναμμένη εστία για παράδειγμα και ακουμπήσουμε το χέρι μας στην καυτή επιφάνεια, ξέρουμε πως θα καούμε. Είτε γιατί κάποια στιγμή την ακουμπήσαμε και το πάθαμε, είτε γιατί είδαμε να το παθαίνουν άλλοι, είτε ακόμη και γιατί κάποιος μας το είπε. Ο πόνος και ο φόβος που νιώθουμε, είναι αρκετά για να μας μάθουν τι πρέπει να αποφεύγουμε για να επιβιώσουμε και κατ’ επέκταση, να μας κρατήσουν ζωντανούς.

Αν το καλοσκεφτείς, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη προσωπική μας ζωή. Αν είχες υπάρξει θύμα απιστίας στο παρελθόν, αν σου είχαν πει πολλά ψέματα ή αν σου είχαν συμπεριφερθεί άσχημα, είναι επόμενο να μην εμπιστεύεσαι το ίδιο εύκολα. Αν εσύ είχες φερθεί από μεριάς σου άσχημα σε κάποιον άλλο και ένιωσες τύψεις, ίσως σου συμβαίνει το ίδιο. Όλοι έχουμε τους δαίμονές μας και πηγή αυτών δεν είναι άλλη από τη μνήμη μας, η οποία προσπαθεί να μας αποτρέψει από το να πέσουμε και πάλι στις ίδιες παγίδες.

Φυσικά, πολλές φορές τυχαίνει να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος αρκετές φορές προτού πάρουμε το μάθημά μας. Κι αυτό είναι ανθρώπινο, μιας και η συνήθεια δε λειτουργεί μόνο στους ευεργετικούς τρόπους ζωής. Παρ’ όλα αυτά, ίσως το πραγματικό λάθος μας να είναι το γεγονός πως έχουμε μπερδέψει την επιβίωση με την ευημερία. Και επιτρέψτε μου να εξηγηθώ άμεσα.

Στο παράδειγμα με την καυτή εστία, είναι πασιφανές πως μία και μόνο δοκιμή αρκεί για να πείσει και τον πιο άπιστο. Πρόκειται για ένα ένστικτο που μετατρέπεται σε λογική: αυτό που με καίει δεν είναι η εστία αλλά η ζέστη, άρα οτιδήποτε υπερβολικά ζεστό θα με κάψει κ. ο. κ.. Όταν αναφερόμαστε σε συναισθήματα όμως, ούτε τα ένστικτα ούτε η λογική χωρούν στο τραπέζι. Γιατί επιμένουμε να ακολουθούμε τις ίδιες μεθόδους κι εδώ λοιπόν;

Ας φανταστούμε για ένα λεπτό πως είμαστε τοξοβόλοι. Στεκόμαστε είκοσι μέτρα μακριά από το στόχο μας και έχουμε οπλίσει το τόξο μας για να ρίξουμε τη βολή μας. Όταν αφήνουμε το βέλος να εκτοξευθεί και κοιτάζουμε το αποτέλεσμα, διαπιστώνουμε πως έχουμε αστοχήσει. Ξανά οπλίζουμε παρ’ όλα αυτά, προσπαθώντας να διορθώσουμε τις λαβές μας, τη στάση μας, το σκόπευτρό μας ή ό,τι άλλο πιστεύουμε πως κάνουμε λάθος και ξαναρίχνουμε. Αυτή τη φορά πετυχαίνουμε το κέντρο. Δέκα πόντοι για εμάς! Ξανά οπλίζουμε. Αυτή τη φορά δεν αλλάζουμε τίποτα. Ίσως όμως ο χρόνος να μας πιέζει ή ίσως να έχουμε ενθουσιαστεί υπερβολικά με το προηγούμενο δεκάρι μας. Ίσως να είμαστε αγχωμένοι πως δε θα ρίξουμε και τώρα το ίδιο καλά, ή ίσως πάλι να είμαστε απολύτως ψύχραιμοι και σίγουροι για τον εαυτό μας. Μπορούμε να είμαστε όμως, απολύτως βέβαιοι για το πώς θα πάει η βολή μας;

Κι αν φυσήξει δυνατός άνεμος και παρασύρει το βέλος μας λίγα εκατοστά πιο πέρα; Κι αν ο χρόνος λήξει καθώς εμείς ετοιμαζόμαστε για τη βολή και δε μετρήσουν οι πόντοι, ακόμα κι αν βρει το κέντρο; Κι αν παρασυρθούμε από τις σκέψεις μας και χάσουμε εντελώς τη συγκέντρωσή μας, αλλά αφήσουμε το σώμα μας να ακολουθήσει μια σωστή τεχνική και τελικά ρίξουμε άψογα; Ποιος μπορεί να το ξέρει; Ποιος μπορεί να μας υποσχεθεί πως επειδή όλα πήγαν τέλεια στην προηγούμενη βολή θα είναι και η επόμενη τέλεια;

Κι αν μπορούσαμε να είμαστε τόσο σίγουροι για κάτι τέτοιο, γιατί καθόμαστε και ρίχνουμε ξανά και ξανά; Θα μπορούσαμε απλώς να ρίχνουμε από μια φορά ο καθένας κι έτσι να βγαίνει το αποτέλεσμα του αγώνα. Σωστά;

Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις μας. Τις ανθρώπινες σχέσεις που εξαρτώνται απ’ τη χρονική στιγμή, από τις συγκυρίες, από τους ανθρώπους με τους οποίους αλληλοεπιδρούμε, από τις αυθόρμητες και επιτηδευμένες αντιδράσεις μας και πάει λέγοντας. Καμία σχέση δεν είναι ίδια με κάποια άλλη, είτε φιλική είτε ερωτική. Καμία στιγμή δεν είναι ίδια με καμία άλλη.

Το ότι κάναμε κάποιο λάθος στο παρελθόν και «καήκαμε» δε σημαίνει πως το ίδιο θα αποτελέσει λάθος και στο παρόν, ούτε πως θα καούμε πάλι. Και το ίδιο ισχύει και αντίστροφα. Το ότι μια κίνηση μας έφερε καλά αποτελέσματα παλιότερα δε σημαίνει ότι πάντα θα αποδεικνύεται σωστή.  Το ότι κάποιος μας φέρθηκε σκάρτα στο παρελθόν, δε σημαίνει πως το ίδιο θα κάνουν και όλοι οι επόμενοι, ούτε το ότι εμείς φερθήκαμε σκάρτα σε κάποιον υποδηλώνει ότι θα φερθούμε αντίστοιχα σε όλες τις μελλοντικές μας σχέσεις. Οι μελλοντικοί μας φίλοι και σύντροφοι δε θα έπρεπε να πληρώνουν για παλιότερά μας λάθη, όσο κι αν τα ζωώδη ένστικτά μας μάς παρασύρουν προς αυτήν την κατεύθυνση πού και πού. Είναι λογικό να προσέχεις για να έχεις, αλλά είναι παράλογο να στερείς μια ευκαιρία είτε από τον εαυτό σου είτε από κάποιον άλλον, απλώς και μόνο γιατί μια προηγούμενη εμπειρία σου, υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποια πιθανότητα αυτό που θες να κάνεις να μην δουλέψει.

Το να μαθαίνουμε από τα λάθη μας είναι αναγκαίο. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε όμως είναι πως απλώς και μόνο επειδή η φωτιά μπορεί να κάψει, δε σημαίνει πως δε θα τη χρησιμοποιήσουμε ξανά για να μαγειρέψουμε ή να ζεσταθούμε. Άλλο προσέχω κι άλλο απέχω. Άλλο το φοβάμαι μην πληγωθώ ή πληγώσω κι άλλο το τρέμω κάτι που στην τελική δε ξέρω καν αν θα ξανασυναντήσω στο δρόμο μου.

Κάθε βολή είναι διαφορετική. Δεν έχει σχέση ούτε με την προηγούμενη ούτε με την επόμενη. Έτσι είναι και οι άνθρωποι. Κι επειδή ακριβώς κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, όπως και κάθε περίσταση, είναι σημαντικό να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως οι περισσότεροι κανόνες δεν βρίσκουν εφαρμογή στην πλειοψηφία. Ας υποσχεθούμε λοιπόν εδώ και τώρα, πως το μόνο που θα μας ενδιαφέρει από ‘δω και στο εξής θα είναι το να τα έχουμε καλά με τη συνείδησή μας. Να μην πληγώνουμε, να παλεύουμε χωρίς ενδοιασμούς για ό,τι νιώθουμε και ό,τι θέλουμε και να μη συμβουλευόμαστε το παρελθόν μας για τις πράξεις του παρόντος μας.

Λάθη θα κάνουμε πάντα, γιατί είμαστε άνθρωποι και είμαστε τέλειοι. Και όχι, δεν ξέχασα ένα «δεν» στην προηγούμενη πρόταση. Είμαστε τέλειοι. Όταν είμαστε αληθινοί.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου