Σήμερα επίτρεψέ μου να σου μιλήσω για τον σκύλο μου, ένα μικρό λευκό πατσαβουράκι που αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Από τη μέρα που τον υιοθετήσαμε, ο Σκάμπι έμοιαζε να είναι ένα πανέξυπνο σκυλί. Δεν του πήρε πάνω από βδομάδα να μάθει να κάνει την ανάγκη του στην πάνα του και να αφήνει τα χαλιά και το ξύλινο πάτωμα του σπιτιού μας καθαρά και αδιάβρωτα.

Ο Σκάμπι έγινε πολύ γρήγορα ένα απ’ τα βασικά μέλη της οικογένειας. Έμαθε να υπακούει τους κανόνες και να ζει αρμονικά με μένα και τους γονείς μου. Μας έδειχνε την αγάπη του με κάθε δυνατό τρόπο και, τις λίγες φορές που τύχαινε να παραβεί κάποιον κανόνα, ήξερε τι είχε κάνει λάθος και έδειχνε μετανιωμένος. Μετά από ένα διάστημα, όμως, εγώ και οι δικοί μου παρατηρήσαμε κάτι. Κάθε φορά που λείπαμε πολλές ώρες απ’ το σπίτι ή δεν του δίναμε σημασία επειδή κάναμε δουλειές, ο Σκάμπι πήγαινε και έκανε ακριβώς ό,τι ήξερε πως απαγορευόταν. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά καταλαβαίνεις, νομίζω, τι θα μπορούσε να κάνει.

Η κατάσταση ξέφυγε κάποια περίοδο που και οι τρεις είχαμε πάρα πολλές δουλειές και με το ζόρι επικοινωνούσαμε μεταξύ μας. Τελικά καταλήξαμε να ρωτάμε την κτηνίατρο τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για την κατάσταση, κι εκείνη γελώντας μας είχε απαντήσει πως η όλη ιστορία της μαρτυρούσε πως ο σκύλος ήταν υπερβολικά έξυπνος: είχε καταλάβει το όλο concept της εκδίκησης.

Έτσι, λοιπόν, καταλάβαμε κι εμείς πως οι δράσεις του σκύλου ήταν στην ουσία αντιδράσεις για τη δική μας συμπεριφορά. Τον εκνευρίζαμε και έκανε κάτι για να μας εκνευρίσει κι αυτός. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, ήξερε τι ήθελε να κάνουμε και ήξερε πως έπρεπε να (αντι)δράσει για να το κερδίσει. Τόσο απλό.

Όλο αυτό, όπως καταλαβαίνεις, με έκανε να σκεφτώ πολλά, και να το πάω λίγο παραπέρα. Αν ένας σκύλος είναι ικανός να κάνει όλον αυτόν το συλλογισμό με ένα μυαλό απ’ το οποίο η λογική λείπει εξολοκλήρου, ποιες είναι οι πιθανότητες να κάνουν κάτι τέτοιο -κι ακόμα χειρότερο- και οι άνθρωποι;

Η αλήθεια είναι πως όλοι γνωρίζουμε πώς πρέπει να φερόμαστε -βάσει νόμων, βάσει ηθικής, βάσει ρητών και άρρητων κανόνων. Αλλά πολλές φορές παίρνουμε μια άλλη κατεύθυνση όσον αφορά στις επιλογές μας. Άλλοι κάνουν πράξεις άνομες, άλλοι βαφτίζονται ανήθικοι, άλλοι απλώς τη βρίσκουν κάνοντας κάτι άλλο από αυτό που τους λέει ο φαινομενικά ανώτερός τους. Και γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Για να πετύχουμε, ίσως, αυτό που θέλουμε;

Τι είναι, αλήθεια, αυτό που θέλουμε; Σίγουρα θα διαφέρει σε κάθε περίπτωση και στον κάθε άνθρωπο. Ίσως, όμως, η γενική του εικόνα να είναι η ίδια: θέλουμε αυτό που δεν πρέπει επειδή ακριβώς δεν πρέπει να το θέλουμε. Θέλουμε, μήπως, να δράσουμε αντιδρώντας;

Σίγουρα δεν είναι δυνατόν το «σωστό» και το «λάθος» να είναι τα ίδια πάντα και για τους πάντες. Κάποιοι είναι βέβαιο πως θα διατηρούν μια διαφορετική άποψη από τη γενική σε ορισμένα θέματα, κι αυτό πέρα από φυσικό, αν θες τη γνώμη μου, είναι και αναγκαίο. Έτσι εξελίσσεται η κοινωνία και η ανθρωπότητα: μέσα από την αμφισβήτηση των ήδη εδραιωμένων πεποιθήσεων.

Το θέμα, όμως, δε βρίσκεται στις πεποιθήσεις μας αυτές καθ’ αυτές, αλλά στις δράσεις που τις συνοδεύουν. Κάποιος μπορεί για τον έναν ή τον άλλο λόγο να πιστεύει πως είναι σωστό να βλάψει κάποιον άλλο που τον πρόδωσε. Η κοινή γνώμη λέει πως κάτι τέτοιο είναι άκρως λανθασμένο, μα στο μυαλό του ιδίου ίσως να είναι και η μόνη λύση για το πρόβλημά του. Οι πεποιθήσεις του απέχουνν λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου από την αληθινή πραγματοποίησή του. Το αν θα το κάνει, λοιπόν, ή όχι ίσως να μην έχει να κάνει με το πόσο πολύ το πιστεύει ή το πόσο πολύ το θέλει, όσο με το τι θέλει στ’ αλήθεια να πετύχει με αυτό: Ο άνθρωπος που τον πρόδωσε έκανε κάτι που ο ίδιος θεωρούσε λάθος. Επομένως, η εκδίκηση θα «πρέπει» να κυμανθεί στα ίδια πλαίσια ή και σε χειρότερα -ή και όχι. Φυσικά το παράδειγμα είναι τραβηγμένο και το να βλάψεις έναν άνθρωπο δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο με έναν σκύλο που κάνει την ανάγκη του πάνω στο χαλί. Το φαινομενικά ίδιο στοιχείο των δύο ιστοριών, όμως, είναι ο λόγος πίσω από τη δράση -ή μάλλον την αντίδραση.

Πολλές φορές μπορεί να πιάσουμε τους εαυτούς μας να αντιδρούν σε ορισμένες καταστάσεις με τρόπους επιπόλαιους, απερίσκεπτους. Ίσως το πάθος της στιγμής να ήταν αυτό που μας έφτασε σε αυτό το σημείο. Μα, όπως ακριβώς και με τον σκύλο μου, ο σκοπός μας δεν ήταν η δράση μας, αλλά η αντίδραση που θα προκαλούσε.

Γι’ αυτό και θα σου ζητήσω να μου επιτρέψεις να σου κάνω μία πρόταση: από ‘δω και στο εξής, καθετί που θα κάνεις και θα λες θα ήθελα να το σκέφτεσαι διπλά. Θα ήθελα να εξετάζεις αν είναι πραγματικά αυτό που θες, αν ο ίδιος ο λόγος ή η πράξη είναι αναγκαία ή αν το αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με κάποιον άλλο τρόπο, όπως με το διάλογο. Πού ξέρεις; Μπορεί έτσι να ανακαλύψουμε πολλά για τον εαυτό και τις επιλογές μας. Στόχος μας, άλλωστε, είναι η εξέλιξή μας, σωστά; Μπορεί, λοιπόν, κάπως έτσι να την πετύχουμε.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.