Είσαι άραγε καπνιστής; Αν ναι, πόσο καιρό έχει που το άρχισες; Και κάτι ακόμα. Με το χέρι στην καρδιά. Μήπως είσαι από εκείνους που βιάστηκαν να μεγαλώσουν; Ξέρεις, κάπου εκεί στην εφηβεία. Με την τσακαλοπαρέα που ήταν η οικογένεια που επέλεξες. Πόσα σας έδεναν… Ένα από αυτά ήταν κι εκείνα τα τσιγαράκια, τα πρώτα που καπνίζατε κρυφά, έχοντας την αίσθηση πως είχατε μεγαλώσει, την ίδια στιγμή που κάνατε τη δική σας μικρή προσωπική επανάσταση. Έλα, μη νιώθεις άσχημα. Κι εγώ κάπως έτσι ξεκίνησα. Τι λες; Θέλεις να θυμηθούμε εκείνη την αθώα και παράλληλα τόσο ένοχη φάση της ζωής μας;

Τις περισσότερες φορές το πρώτο τσιγάρο το ανάψαμε από περιέργεια, ειδικά αν υπήρχε καπνιστής στο σπίτι. Είτε οι γονείς, είτε τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, κάπνιζαν δείχνοντας να το απολαμβάνουν τόσο πολύ. Κι εκείνο το πακέτο πάνω στο τραπέζι ήταν μεγάλος πειρασμός, αλήθεια. Όλο το σκεφτόμασταν, αλλά διστάζαμε. Να κλέψουμε ένα τσιγάρο; Κι αν μας καταλάβουν; Αν τα έχουν μετρημένα; Σκέψεις που δεν έσβηναν την περιέργεια, απλώς καθυστερούσαν την πρώτη πολυπόθητη επαφή. Ώσπου κάποια στιγμή ανύποπτη, το πακέτο έμεινε μόνο του, εκτεθειμένο μπροστά μας και δεν ήθελε πολύ να γίνει το κακό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, με το λάφυρο στα χέρια, τρέξαμε στο δωμάτιο ή στην τουαλέτα να κλειδωθούμε για να μπούμε κι εμείς στον κόσμο των μεγάλων.

Νιώθαμε σαν να ‘χαμε μόλις κάνει κάτι απαγορευμένο. Ωραία ήταν. Επόμενη κίνηση; Να το μοιραστούμε. Και φυσικά δεν υπήρχαν πιο έμπιστα πρόσωπα από τα φιλαράκια μας. Η επόμενη σύναξη πήρε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Άλλωστε όλο και κάποιος άλλος απ’ την παρέα θα το ‘χε δοκιμάσει. Απλώς έπρεπε να εξομολογηθεί. Από την πρώτη παραδοχή και μετά άρχισαν να βγαίνουν στη φόρα κι άλλοι ένοχοι που έκρυβαν το ίδιο μυστικό, κι άλλοι που είχαν δανειστεί χωρίς επιστροφή ένα απ’ τον πατέρα. Κι αν υπήρχε κάποιος αθώος στην παρέα, πλέον άθελά του είχε γίνει συνένοχος. Κι όσες αντιστάσεις κι αν πρόβαλε στην αρχή, στο τέλος πιθανότατα θα λύγιζε, ώστε να πάρει έστω μια τζούρα. Η παρέα είχε γίνει πια μια μικρή συμμορία.

Από την επόμενη κιόλας συνάντηση, τα σχέδια μπήκαν σε εφαρμογή. Ήμασταν πια καπνιστές. Πού θα βρίσκαμε πακέτο; Θα έπαιρνα  σήμερα εγώ, αύριο εσύ και μεθαύριο κάποιος άλλος. Ή μήπως να βάζαμε όλοι λεφτά; Όπως και να ‘χε αυτό ήταν το βασικό μέλημα και εφόσον είχε εξασφαλιστεί η πρώτη ύλη, όλα τα άλλα είχαν δευτερεύουσα σημασία. Έπρεπε όμως να είμαστε προσεκτικοί, γιατί πάντα υπήρχε η πιθανότητα να μας δει κάποιος και να εκτεθούμε. Βρίσκαμε στέκια καινούρια, κάπως πιο μακρινά, ώστε να μπορούμε άφοβα και με μια δόση θράσους να ανάβουμε τα τσιγαράκια, χωρίς να φοβόμαστε γνωστά βλέμματα και αδιαφορώντας για εκείνα τα άγνωστα που μας κοιτούσαν επικριτικά. Αυτά ειδικά δε μας απασχολούσαν ιδιαίτερα. Εμείς κάναμε το κομμάτι μας και αυτό μας έδενε.

Το αποκορύφωμα των απαγορευμένων και ταυτόχρονα αυτό που συνέβαλε στο δέσιμο της παρέας ήταν το κάπνισμα στο σχολείο. Στην αρχή δειλά και στην πορεία με περισσότερο θάρρος, τρέχαμε στα διαλείμματα στον κρυμμένο χώρο της αυλής, εκεί που πήγαιναν όσοι ήθελαν μια δόση απ’ την γλυκιά εξάρτησή τους. Μετά από τόσο μάθημα, λίγος καπνός ήταν ό,τι έπρεπε. Με ύφος μικρομέγαλου επιδιδόμασταν σε αυτό που μόλις πριν λίγο καιρό μάθαμε, αλλά είχαμε την ψευδαίσθηση πως κάναμε χρόνια τώρα. Ναι, είμασταν εμείς που φουμάραμε. Εμείς που αυτό που κάναμε μας έκανε να νομίζουμε πως ξεχωρίζουμε από τους άλλους. Ήταν όμως παράλληλα κάτι που μας ένωνε. Ακόμα και στην έφοδο των καθηγητών, στο ντου, οδηγούμασταν στο γραφείο του διευθυντή, με ύφος επαναστάτη που έπεσε ηρωικά στον αγώνα, κρύβοντας καλά τον φόβο της αποβολής. Φυσικά θα το μάθαιναν και οι γονείς μας και τότε αλίμονο μας. Και δωσ’ του οι τσίχλες και οι καραμελίτσες για να μη μυρίζει το στόμα τσιγαρίλα.

Πλέον έχουμε μεγαλώσει. Κι όσοι καπνίζουμε, εκτός απ’ το ότι δεν έχουμε να κρυβόμαστε από κανέναν θεωρούμε απόλυτα φυσιολογικό να κάνουμε ένα τσιγάρο για να χαλαρώσουμε, γιατί νιώσαμε πιεσμένοι, για οποιοδήποτε άλλο λόγο και σε κάθε περίσταση. Κι όσο επιβλαβής είναι για την υγεία αυτή μας η συνήθεια, όσο κι αν κακώς καπνίζουμε, όσοι το κάνουμε δε θα ξεχάσουμε ποτέ εκείνες τις πρώτες τζούρες. Εκείνα τα τσιγαράκια που κάποτε έδεναν παρέες.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.