Εν αρχή υπήρξε το punk. Το punk γέννησε το new wave. Το new έφερε το dark wave και εγένετο Gothic. Μια μουσική κουλτούρα, παρακλάδι του punk που κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχε αρχίσει να παρακμάζει δίνοντας τη θέση του σε ένα ηχητικό στιλ πιο μελωδικό από εκείνον το ξερό ήχο του μπάσου που χαρακτήριζε την ομολογουμένως πρωτοποριακή για την εποχή μουσική punk.

Το μελαγχολικά μελωδικό ύφος της gothic μουσικής, κέρδισε σχεδόν αμέσως με την εμφάνισή της πολλούς πιστούς οπαδούς τους λεγόμενους goths ή γκοθάδες στην ελληνική ορολογία. Οι γκοθάδες επηρεασμένοι από το ύφος της μουσικής τους δημιούργησαν το δικό τους dress code, που τους έκανε να ξεχωρίζουν από τις μέχρι τότε μουσικές κουλτούρες και στιλ. Μονίμως μαυροφορεμένοι, με έντονο μακιγιάζ πάντα σε μαύρες αποχρώσεις κυρίως για τις κοπέλες, αλλά και για τα αγόρια που συνήθιζαν να βάφουν με μαύρο μολύβι τα μάτια τους ή και πασαλείβουν τα χείλη τους όπως ο Robert Smith, τραγουδιστής του συγκροτήματος Cure και εμβληματική μορφή της gothic μουσικής, ώστε το πρόσωπό τους, αλλά και όλη η εικόνα τους να παραπέμπει σε πλάσματα της νύχτας. Τα ρούχα τους σε μεσαιωνικό και αναγεννησιακό συνδυασμό θύμιζαν κάτι μεταξύ βρικόλακα και νυχτερίδας.

Βασική ιδέα της φιλοσοφίας των γκοθάδων είναι η συνύπαρξη των δυο άκρων. Χωρίς το σκοτάδι δεν μπορεί να υπάρξει το φως. Αν δεν γίνει αισθητή η θλίψη δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η χαρά. Αν δε ληφθεί υπόψιν το τέλος δεν έχει νόημα η αρχή. Η διαχρονική μάχη μεταξύ του καλού και του κακού που όμως πολλές φορές η αδικία επικρατεί του δικαίου. Έκφραση αλλά και έκφανση ενός γοτθικού ρομαντισμού.Και κάπως έτσι μέσω του μαυροφορεμένου ντυσίματος, του άχρωμα βαμμένου προσώπου του, ο γκοθάς εκφράζει την αντίδρασή του προς όλα τα κακώς κείμενα της ασχήμιας του κόσμου. Ελπίζουν σε λίγα ώστε να εκτιμήσουν δεόντως τα πολλά. Πεσιμιστικές αντιλήψεις ίσως. Αλλά για σκέψου λίγο. Κάπως έτσι δεν είναι στην πραγματικότητα;

Εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η νοοτροπία των πολιτισμένων κοινωνιών δε θα μπορούσαν εύκολα να αποδεχθούν αυτή την εναλλακτική κουλτούρα. Αυτό το διαφορετικό ύφος που κυκλοφορεί ανάμεσα σε ένα life style τυποποιημένο με στάνταρ κανόνες και στερεότυπα. Το ιδιόρρυθμο αυτό στιλ τους έδωσε τροφή για αρνητικά σχόλια και μια απύθμενη προκατάληψη προς τους γκοθάδες. Τα αγόρια βάφουν τα μάτια τους. Ντύνονται στα μαύρα. Δε χαμογελάνε ποτέ. Στολίζουν το λαιμό τους με μεγάλα και περίεργα κοσμήματα. Χαρακτηρισμοί ακραίοι κι εκτός πραγματικότητας, που αποσκοπούσαν στην ένδειξη του μη κανονικού μπορούσαν να τους βρουν από την καθώς πρέπει κοινωνία, η οποία τους το κρεμούσε ως  ταμπέλα.

Πολλές φορές η προκατάληψη δεν έμενε στα πλαίσια του χλευασμού. Σε κάποιες περιπτώσεις έφτανε και σε πιο ακραία φαινόμενα που έθιγαν την ακεραιότητά τους. Μάλιστα το 2007 στο Μάντσεστερ, καταγράφηκε μέχρι και ο τερματισμός της ζωής μιας goth οπαδού ονόματι Sophie Lancaster από τρεις εφήβους, απλά και μόνο επειδή ήταν γκοθού.

Το goth στοιχείο είναι γεγονός ότι δεν είναι τόσο έντονο σήμερα όσο τις προηγούμενες δεκαετίες. Χαρακτήρισε όμως μια ολόκληρη εποχή από περίπου το 1980 που άρχισε να ακμάζει έως και στις αρχές του 2000 και τους ονομαζόμενους ως Emo, που κατά κάποιον τρόπο αποπειράθηκαν να επαναφέρουν την κουλτούρα, αλλά μάλλον αποτυχημένα. Κάποιοι λίγοι εναπομείναντες έχουν μείνει ακόμα που εμφανισιακά μπορεί να έχουν προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα, πέρασαν και κάποια χρόνια βλέπεις, ωστόσο στην ψυχή τους κρατάνε ακόμα αναμμένη τη φλόγα. Μια κουλτούρα που δε διαφέρει από την κοινή. Οι γκοθάδες είναι άνθρωποι, με μουσικές προτιμήσεις ξεκάθαρες και άποψη, έχουν αισθήματα. Χαίρονται και λυπούνται όπως όλοι. Μπορούν και ξέρουν να χαμογελάνε. Είναι κι αυτοί σαν εσένα.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου