«Ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον», διατύπωσε ο Αριστοτέλης. Εννοώντας, ότι αποτελούμε πλάσματα εγγενώς εξοπλισμένα με τα εφόδια αυτά, τα οποία μας καθιστούν ικανούς να συνυπάρχουμε με τους γύρω μας, συναπαρτίζοντας έτσι ένα οργανωμένο σύνολο, μια κοινωνία. Έπειτα από χρόνια, όταν η επιστημονική απόδειξη συνάντησε το φιλοσοφικό στοχασμό, επιβεβαίωσε την ανάγκη του ατόμου να νιώθει αναπόσπαστο κομμάτι ενός μικρόκοσμου.

Κοινωνική ομάδα, ονομάστηκε επίσημα κι όριζε ότι η επιθυμία ένταξης του όντος σε αυτή, πυροδοτείται από την έλξη του ίδιου να βιώνει συγχρόνως συναισθήματα μοναδικότητας αφενός να ξεχωρίζει δηλαδή από το πλήθος ασφάλειας αφετέρου τη σιγουριά. με άλλα λόγια. «του ανήκειν». Η κοινωνία επομένως, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το είδος της ομάδας, μέσα στην οποία θα θελήσει το άτομο να εμπλακεί και να αλληλεπιδράσει. Και με τη σειρά του το είδος αυτό, είναι αναλογικό του επικρατούντος status quo.

Πριν από χρόνια, δείκτης κοινωνικής επιτυχίας ήταν η επίδειξη ακριβών υλικών αγαθών. Γιατί; Διότι η Ελλάδα τότε, έβγαινε συγκλονισμένη από ιστορικά πεπραγμένα που την αποδυνάμωσαν και κληροδότησαν στις αμέσως επόμενες γενιές τραύματα ανεπούλωτα, που έσερναν για χρόνια μαζί τους και ίσως σέρνουν ακόμα κάποια από αυτά. Μεταπολεμικό στρες και κατοχικό σύνδρομο συνετέλεσαν στην παγίωση μιας φρενήρους προβολής του «να έχω». «Να έχω ένα πολύ καλό σπίτι. Να έχω ένα ακριβό κόσμημα, ένα πολυτελές ένδυμα. Να έχω κάθε μέρα άριστης ποιότητας φαγητό, διακεκριμένης φήμης ποτό. Να έχω, για να είμαι. Γιατί τότε δεν είχα. Γιατί τότε ανήκα στους πολλούς που υπέφεραν και δε θα μου επιτρέψω να ξανασυμβεί». Ο φόβος της στέρησης που ήταν βαθιά ριζωμένος στους ανθρώπους αυτούς, τους οδήγησε βαθμιαία στην επιδεικτική κατανάλωση. Στην κατανάλωση, ακόμα κι αν στερούνταν της ικανότητας να ανταποκριθούν οικονομικά στην ανάγκη που αυτή επέβαλε.

Το σκηνικό αυτό άλλαξε, όταν ξέσπασε η κρίση όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Τα μέχρι εκείνη τη στιγμή καλά θεμελιωμένα δεδομένα ανετράπησαν, συμπαρασύροντας μαζί τους και τα κριτήρια κοινωνικού γοήτρου. Η αξία των εξεζητημένων υλικών αγαθών υποτιμήθηκε, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον σε μια υπέρμετρη παραγωγικότητα (η οποία έμμεσα αποσκοπεί στην υπερκατανάλωση). Πλέον τον κεντρικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων κατέλαβε η επιβίωση. Και όσο περισσότερο δύσκολη έγινε αυτή η επιβίωση, όσο περισσότερο αυξήθηκε (και θα εξακολουθεί να αυξάνεται) η εξειδίκευση στην αγορά εργασίας, όσο γρηγορότερα αλλάζουν οι ανάγκες της τελευταίας, τόσο μεγαλύτερο κύρος απέκτησε ο επαγγελματικά αποκατεστημένος. Ο επαγγελματικά αποδοτικός, ο συνεχώς εξελισσόμενος, ο ανταγωνιστικά αποτελεσματικός.

Ναι, ο θετικός προσδιορισμός από τους γύρω μας, που επηρεάζει άμεσα και τον θετικό αυτο-προσδιορισμό μας μάς μετατρέπει σταδιακά σε μηχανές παραγωγής. Ήδη, ξεπροβάλλουν άρθρα, βιβλία, σύμβουλοι που προτείνουν τρόπους εκτόξευσης της καθημερινής μας ενέργειας και της αποδοτικότητάς μας. Και πρέπει όντως να υποβληθούμε σ’ αυτή τη διαδικασία; Ναι, πρέπει. Γιατί; Γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ζούμε σ’ έναν πολύ καλά οργανωμένο σύστημα, για το οποίο είμαστε όλοι τρομακτικά αποπροσωποποιημένοι. Εύκολα αναλώσιμοι. Αν δεν αποφέρεις τα μέγιστα στη δουλειά σου, θα αντικατασταθείς. Έτσι, δεν είναι; Επαναπροσδιορίσαμε λοιπόν τα αγαθά τα οποία θα προβάλλουμε. Είναι πιο βολικό να επιδεικνύουμε τον ιλιγγιώδη τρόπο ζωής μας, από το να προχωρήσουμε στην αλλαγή του. Σωστά;

Λάθος. Οι άνθρωποι, θα έπρεπε να υπηρετούν τον ορισμό τους. Θα έπρεπε να είναι άνθρωποι. Και να είναι περήφανοι γι’ αυτό το ίδιο το γεγονός. Χαθήκαμε, δυστυχώς. Και πλέον το μόνο που επιδιώκουμε να δείξουμε στους άλλους είναι πράγματα κενά και ύλη μάταιη. Μα για αξίες ούτε λόγος.

 

Συντάκτης: Έλλη Βαλή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου