Γιατί έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε κάπου; Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν σε κάτι και να καταπιάνονται με πεποιθήσεις μέχρι και προκαταλήψεις;

Από παιδιά απορροφάμε αντιλήψεις και ιδεολογίες φτιαγμένες από τον στενό περίγυρό μας. Όταν φτάνουμε πλέον σε ηλικία αναζήτησης κι αμφισβήτησης, -όποια κι αν είναι αυτή-, διαλέγουμε αν θα τις διατηρήσουμε με βάση την κρίση και την ψυχοσύνθεσή μας. Ο εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος με μια βασική ανάγκη: Να βγάζει και να βρίσκει νόημα. Αυτό επιτυγχάνεται με τη λογική αλλά πολλές φορές και με το συναίσθημα. Ο Φρόιντ αποδίδει τη στροφή του ανθρώπου προς τη θρησκεία στην προσπάθεια ικανοποίησης δύο αναγκών που προέρχονται από τα παιδικά μας χρόνια. Την ασφάλεια και τη συγχώρεση. Με απλά λόγια, οι ψυχολογικοί παράγοντες και τα συναισθηματικά κενά είναι αρκετά ώστε να δικαιολογήσουν την υπόσταση μιας θρησκείας στη ζωή μας.

Πέρα όμως από το θέμα της θρησκείας, η πίστη επεκτείνεται και σε απλούστερες κι ευκολότερα εξηγήσιμες πτυχές. Για παράδειγμα, η ερμηνεία των ονείρων, οι προκαταλήψεις, η καφεμαντεία ακόμα κι η μαγεία καθηλώνουν εδώ κι αιώνες το ενδιαφέρον των κοινωνιών κι ενώ πολλοί ερευνητές κι επιστήμονες τις απορρίπτουν χαρακτηρίζοντάς τις «ψευδοεπιστήμες», διατηρούν ένα μεγάλο ποσοστό υποστηρικτών. Εκτός από την εγκυρότητά τους, ένα πεδίο αναζήτησης είναι αυτό της σκοπιμότητας. Σε τι σκοπεύουν δηλαδή αυτές οι ενέργειες και γιατί ο άνθρωπος στρέφεται σε αυτές;

Όπως προ αναφέρθηκε, κύρια λειτουργία του εγκεφάλου είναι να εντοπίζει το νόημα. Κάτι που αδυνατεί να ανιχνεύσει μέσα στην ασάφεια του μέλλοντος. Άρα, οι λόγοι που οδηγούν σε αυτές τις πεποιθήσεις είναι ξεκάθαρα ψυχολογικοί. Αποτελούν μια απόπειρα περιορισμού της αβεβαιότητας του μέλλοντος. Κακά τα ψέματα, όταν είμαστε προβληματισμένοι, αγχωμένοι κι ανήσυχοι για θέματα του παρόντος, θέλουμε κάποιον να μας εγγυηθεί την αίσια έκβασή τους. Κι επειδή μπορούμε να ελέγξουμε μόνο τις ενέργειές μας και καθόλου την τύχη μας, ψάχνουμε να βρούμε κάτι που θα μας την αποκαλύπτει. Βέβαια, οι περισσότεροι που έρχονται σε επαφή με αυτά, εγκλωβίζονται στον φαύλο κύκλο του κατά πόσο ισχύουν ή αποτελούν mind games και placebo με γνώμονα την ανίχνευση μοτίβων και συσχέτισής τους με την προσωπική ζωή.

Περίπου το 80-85% των Ελλήνων δηλώνει ότι πιστεύει στο θείο ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αρνείται την υπόστασή του με ένα μεγάλο μέρος να υποστηρίζει την αποκλειστική πίστη στον άνθρωπο. Σίγουρα σε συζητήσεις παρεών θα έχεις ακούσει την άποψη περί πίστεως στις δυνάμεις του ατόμου και στον καθορισμό της μοίρας του από τον ίδιο, τη λογική και τις επιλογές του. Αν και δε βασίζεται σε κάποια ανώτερη δύναμη, η συγκεκριμένη ιδεολογία δεν αποτελεί ακύρωση των πάντων αλλά είναι ένα είδος «θρησκείας» με πλήρη εμπιστοσύνη στον εαυτό κι ανάληψη ευθυνών ακόμα και για πράγματα που είναι εκτός ελέγχου του.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι πεποιθήσεις σχετίζονται με την ηθική και την αντίληψη του σωστού. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και παράξενος. Είναι ψυχιατρικά αποδεδειγμένο ότι το 90% των ατόμων έχουν τουλάχιστον μια παράξενη πεποίθηση χωρίς να προβληματίζονται γι’ αυτήν. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, η πίστη σε υπερφυσικά γεγονότα, σε μεταθανάτια ζωή ακόμα κι ιδεολογίες όπως ότι κάποιοι άνθρωποι είναι διπλοί κι υπάρχουν σε δύο μέρη ταυτοχρόνως. Σκέψεις που υπό περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ως αυταπάτες και μπορεί μετά από κάποιο βαθμό να παραπέμπουν σε εγκεφαλικές παθήσεις και ζητήματα κλινικής ψυχιατρικής.

Σε γενικές γραμμές, το μυαλό μας είναι βιολογικά προκαθορισμένο ώστε να πιστεύει κάπου. Ο εγκέφαλος είναι εύπιστος, ενώ η αμφισβήτηση τον ζορίζει κι ενεργοποιεί περιοχές που σχετίζονται με αρνητικά συναισθήματα όπως αυτό του πόνου. Φυσικά, πρέπει να κατανοήσεις κάτι για να το πιστέψεις και μετά να το ξε-πιστέψεις. Γίνεται όμως να αποβάλλεις μια πεποίθηση; Η απάντηση είναι ναι. Γιατί πάντα η λογική μας οδηγεί σε μονοπάτια που βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια και την προσωπική μας ορθότητα. Το ότι δεν πιστεύουμε σε κάτι δε σημαίνει ότι δεν το κατανοούμε. Πολλές φορές απλώς δε μας ταιριάζει.

Συντάκτης: Ιωάννα Μ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου