Ήξερες ότι η φράση «μοιράζονται την ίδια τρέλα» που συχνά χρησιμοποιούμε χαριτολογώντας αναφερόμενοι στη σχέση κάποιων ανθρώπων, μπορεί στην πραγματικότητα να χρησιμοποιηθεί και κυριολεκτικά για να περιγράψει μια ψυχωτική διαταραχή; Η τεχνική ονομασία της είναι «διαμοιρασμένη ψυχωτική διαταραχή» (1860-Baillarger) ή όπως είναι ευρέως γνωστή στον ψυχιατρικό τομέα, σύνδρομο «Folie a deux», όρος στον οποίον πρώτοι αναφέρθηκαν οι Γάλλοι γιατροί Ernest-Charles Lasegue και Jules Falret το 1877.

Σύμφωνα με τον όρο αυτό, οι πάσχοντες συνήθως είναι δύο – αλλά ενίοτε και περισσότερα άτομα- που ζουν μαζί και παρουσιάζουν ίδια ή παρόμοια ψυχική διαταραχή με κύριο χαρακτηριστικό τις παρανοϊκές παραισθήσεις. Το συγκεκριμένο σύνδρομο, παρ’ όλο που χαρακτηρίζεται ως σπάνιο, έχει λάβει ανά καιρούς μεγάλη προσοχή από την ιατρική κοινότητα, καθώς η σημασία του φαίνεται στη συνειδητοποίηση πως άτομα που συμβιώνουν και έχουν αρκετά στενή σχέση και επαφή, μπορούν στην πραγματικότητα να αναπτύξουν πραγματικές, υπαρκτές αυταπάτες.

Το σύνδρομο αυτό παρουσιάζει τέσσερις υποκατηγορίες σύμφωνα με έρευνα του ψυχίατρου Alexander Gralnick που διεξήχθη το 1942. Folie impose είναι η κατάσταση κατά την οποία ο δημιουργός της παραληρητικής πεποίθησης, το κυρίαρχο δηλαδή άτομο στην κατάσταση, μεταφέρει κατά κάποιο τρόπο την παραίσθηση στο άλλο άτομο, τον συνεργάτη σ’ αυτή την αυταπάτη. Στη δεύτερη κατηγορία, την επονομαζόμενη Folie simultanee, και τα δύο άτομα είναι ψυχωτικοί από την αρχή και καταλήγουν να μοιράζονται την ίδια παραίσθηση. Οι δύο αυτές κατηγορίες αποτελούν και τις πιο συχνά εμφανιζόμενες περιπτώσεις του συνδρόμου. Η τρίτη κατηγορία λέγεται Folie Communiquee και αφορά την περίπτωση που το υγιές άτομο συνεχίζει να διατηρεί την παραίσθηση ακόμη και μετά τον διαχωρισμό του από το κυρίαρχο άτομο, ενώ η τέταρτη περιγράφει την περίπτωση που το κυρίαρχο άτομο δημιουργεί μια καινούρια παραληρητική παραίσθηση στην ήδη υφιστάμενη παραίσθηση του δευτερεύοντος ψυχωτικού ατόμου.

Εξετάζοντας τη συμπεριφορά και τη δυναμική των ατόμων που πάσχουν, παρατηρήθηκε πως το κυρίαρχο άτομο, μη θέλοντας να ρισκάρει την πιθανή παρεμβολή του έξω κόσμου και συνεπώς της πραγματικότητας, προσπαθεί να επιβληθεί στο πιο υποτακτικό, κρατώντας το μακριά από τον κόσμο και επιβάλλοντάς του τις παραληρητικές πεποιθήσεις του. Έτσι εξασφαλίζει πως η δυναμική της τρέλας παραμένει αναλλοίωτη. Στις πλείστες των περιπτώσεων μάλιστα, κοινό χαρακτηριστικό των κυρίαρχων ατόμων είναι το γεγονός πως είναι «ανώτερα» από το άλλο άτομο, είτε αναφερόμαστε σε ηλικία, κοινωνική θέση, γνώσεις ή νοητικό επίπεδο.

Το δευτερεύον άτομο υποσυνείδητα αρχίζει να υιοθετεί τα χαρακτηριστικά, τη συμπεριφορά και τις πεποιθήσεις -ή καλύτερα τις ψευδαισθήσεις- του κυρίαρχου ατόμου. Υπάρχει μάλιστα η υπόθεση πως είναι ένα υγιές ψυχικά άτομο, το οποίο αν αφηνόταν ελεύθερο και μακριά από το κυρίαρχο, κατά πάσα πιθανότητα δε θα παρουσίαζε τα συμπτώματα της ψυχικής νόσου. Φυσικά κάτι τέτοιο, εάν δηλαδή η διακοπή της κοινωνικής επαφής μεταξύ των ατόμων θα βοηθούσε στη βελτίωση της κατάστασης του δευτερεύοντος ατόμου, είναι αμφίβολο στην ψυχιατρική κοινότητα, καθώς μπορεί να μην ισχύει, ιδίως σε περιπτώσεις ατόμων που είναι συγγενείς πρώτου βαθμού, αφού δεν έχει αποκλειστεί τελείως η πιθανότητα να υπάρχει και γενετική προδιάθεση.

Συγκεκριμένα, οι Franz J. Kallmann και Jean S. Mickey (1946) τονίζουν τη σημασία που έχει η κληρονομικότητα και υποστηρίζουν πως οι περιβαλλοντικοί παράγοντες δεν είναι αρκετοί από μόνοι τους για να δημιουργηθεί το συγκεκριμένο σύνδρομο μεταξύ μελών μιας οικογένειας. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η περίπτωση μελέτης δύο μονοζυγωτικών διδύμων 52 ετών που παρουσίασαν στη φάση εκείνη της ζωής τους παρόμοια παρανοϊκά συμπτώματα του συνδρόμου, με κύρια χαρακτηριστικά αυτά της σχιζοφρένειας, παρά το γεγονός ότι είχαν χωριστεί κατά τα αρχικά στάδια της ζωής τους, σε ηλικία μόλις 9 μηνών.

Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί πως η συνηθέστερη μορφή του συνδρόμου τείνει να εμφανίζεται μεταξύ μελών του ίδιου οικογενειακού κύκλου, και κυρίως σε περιπτώσεις που υπάρχει έντονη κοινωνική απομόνωση και συχνή στενή επαφή μόνο μεταξύ των ατόμων που πάσχουν, οι οποίοι αρχίζουν σταδιακά να πιστεύουν σε κάτι κοινό, που βγάζει νόημα για αυτούς χωρίς όμως να ανταποκρίνεται  στην  πραγματικότητα. Παρ’ όλο που τα ακριβή αίτια εμφάνισης του συνδρόμου αυτού είναι ακόμη άγνωστα, υποστηρίζεται πως ιδιαίτερο ρίσκο αποτελούν περιπτώσεις ατόμων που έχουν μακροχρόνιες στενές σχέσεις αλληλεξάρτησης και ζουν απομονωμένα από τον υπόλοιπο κόσμο καθώς και ατόμων που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ή διαταραχές προσωπικότητας (όπως εξαρτημένα άτομα, σχιζοειδή, σχιζοφρενικά, υστερικά, νευρωτικά, συναισθηματικά ανώριμα και παθητικά). Αναφορές γίνονται επίσης και σε ιδιαίτερα στρεσογόνα γεγονότα στη ζωή των ατόμων και δυσκολίες επικοινωνίας.

Πρόσφατες ψυχοδυναμικές διατυπώσεις υποστηρίζουν πως το δευτερεύων άτομο εμφανίζει αισθήματα αμφιθυμίας –δηλαδή την ίδια στιγμή συνυπάρχουν δύο αντικρουόμενα αισθήματα για το ίδιο θέμα– αυτά της αγάπης και του μίσους προς το κυρίαρχο άτομο. Μίσος για το βαθμό αλληλεξάρτησης και επηρεασμού από αυτό, αλλά και αγάπη επειδή η εξάρτηση αυτή είναι έκδηλη σε τέτοιο βαθμό που το άτομο τρέφεται από αυτή, καθώς εκτός του ότι έχει ανάγκη την αποδοχή και την εύνοια του κυρίαρχου ατόμου, νιώθει ότι ανήκει κάπου και συνεπώς καταλήγει να μοιράζεται τις αυταπάτες. Το ίδιο συμβαίνει και από την πλευρά του κυρίαρχου, καθώς ενώ υπάρχει αγάπη και αφοσίωση, ψήγματα μίσους εμφανίζονται όταν υποπέσει στην αντίληψή του πως το δευτερεύον άτομο πιθανόν προσπαθεί να απομακρυνθεί και συνεπώς διαπιστώνει πως απειλείται η σχέση τους.

Σε μια προσπάθεια εύρεσης κάποιων παραγόντων και σημείων που ενδεχομένως να υποδηλώνουν την ύπαρξη του συνδρόμου αυτού και συνεπώς μπορούν να βοηθήσουν στη διαδικασία διάγνωσης, οι ψυχίατροι Dewhurst Kenneth και Todd John, παρέθεσαν τα εξής 3 κριτήρια:

1. Ξεκάθαρη ένδειξη ότι τα άτομα έχουν πολύ στενή σχέση και το ένα απ’ τα δύο να έχει παρουσιάσει αποδεδειγμένα παραληρητική πεποίθηση

2. Μεγάλος βαθμός ομοιότητας στο περιεχόμενο και το μοτίβο της ψευδαίσθησης, αν και η επίσημη ψύχωση του καθενός μπορεί να διαφέρει

3. Αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι τα άτομα αλληλοϋποστηρίζονται και αποδέχονται τις ψευδαισθήσεις ο ένας του άλλου

Όσον αφορά την αντιμετώπιση του συνδρόμου αυτού, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η αναγνώριση από τα άτομα που πάσχουν της επιτακτικής ανάγκης να ζητήσουν βοήθεια από ειδικούς. Η πλειοψηφία των ασθενών χρίζουν πολλαπλών συνδυαστικών μεθόδων αντιμετώπισης που περιλαμβάνουν ψυχολογική υποστήριξη, καθώς και χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων, αναλόγως της υποκείμενης ψύχωσης ή ψυχώσεων με τις οποίες θα διαγνωστούν. Μάλιστα δεν αποκλείεται και η ανάγκη εφόρου ζωής ψυχολογικής υποστήριξης για αποφυγή υποτροπών.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.