Στα ελληνικά είναι καταγεγραμμένη ως προσποιητή διαταραχή, στα αγγλικά ως Munchausens Syndrome. Οι συγκεκριμένοι όροι, αναφέρονται σε μια διαταραχή, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία των διαταραχών σωματικών και συνδεόμενων διαταραχών. Είναι ουσιαστικά μια ψυχική ασθένεια, κατά την οποία οι πάσχοντες επιθυμούν να παρουσιάζονται σαν άρρωστοι, καλλιεργώντας ένα σύνολο συμπτωμάτων ώστε να ενσαρκώσουν το ρόλο του ασθενή. Δεν τίθεται θέμα ψυχιατρικού προβλήματος, ούτε κατατάσσεται στην κατηγορία των σχιζοφρενικών περιστατικών, αφού το άτομο έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του και προβαίνει συνειδητά σε αυτές ώστε να επιτύχει κάτι.

Σε μια πρώτη περιγραφή, ίσως να συγχέεται με την κατάσταση όπου αναφερόμαστε σ’ ένα άτομο και λέμε πως είναι κατά φαντασία ασθενής. Κάτι τέτοιο όμως είναι εσφαλμένο, καθώς υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Σε μια τέτοια περίπτωση μιλάμε για άτομα τα οποία είναι πιο υποχόνδρια, δηλαδή εκλαμβάνουν κάποια συμπτώματα που μπορεί να παρουσιάζουν, ως συμπτώματα για μια ασθένεια κι επισκέπτονται συχνά ιατρούς ώστε να λάβουν μια διάγνωση, ή παίρνουν προληπτικά φάρμακα ενώ προβαίνουν σε προληπτικές εξετάσεις και ελέγχους. Δεν επιθυμούν ωστόσο να προκαλέσουν στον εαυτό τους κάποια ασθένεια όπως γίνεται στην περίπτωση του Munchausens Syndrome, αντιθέτως αυτοί φοβούνται στην ιδέα και μόνο του να είναι άρρωστοι.

Η συμπεριφορά που επιδεικνύουν τα άτομα που πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο είναι συνήθως συνδυαστική. Δηλαδή, το άτομο θα παρουσιάζεται ότι έχει συμπτώματα τόσο ψυχολογικά, όσο ψυχιατρικά και σωματικά. Για παράδειγμα, ενδέχεται να ισχυριστεί πως βλέπει οράματα, πως ακούει φωνές, μιλάει με πνεύματα πεθαμένων, ή ότι πονάει σε διάφορα σημεία του σώματός του καρδία, στομάχι, σπόνδυλο, αρθρώσεις και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό ώστε να τονίσει τη σοβαρότητα της κατάστασής του, επομένως αντιδρά ανάλογα -έντονα δηλαδή- σε μια ιατρική σωματική εξέταση. Στην πραγματικότητα όμως τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν ισχύει.

Εστιάζοντας στη συμπεριφορά ατόμων που πάσχουν από το σύνδρομο αυτό, παρατηρείται πως η χειριστικότητά τους, φτάνει μέχρι και το σημείο παραποίησης τεκμηρίων ώστε να κάνουν την κατάστασή τους πιο αληθοφανή, παρουσιάζοντας πειστικές αποδείξεις που να υποστηρίζουν τα συμπτώματά τους. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται από τα πιο απλά, όπως το να τρίβουν το θερμόμετρο ώστε να δείξουν πως έχουν πυρετό, να ξύνουν υφιστάμενες πληγές ώστε να αποφεύγεται η επούλωσή τους, μέχρι πιο μοχθηρά και ψαγμένα όπως το να μολύνουν δείγμα ούρων για παράδειγμα, προσθέτοντας σ΄ αυτό διάφορες άλλες ουσίες που ανιχνεύονται σε αναλύσεις όπως αίμα, οξέα και ζάχαρη.

Η πρόσληψη διάφορων παραισθησιογόνων κι άλλων συνδυαστικών φαρμάκων που θα τους επιτρέπουν να αναπτύξουν και να παρουσιάσουν πραγματική συμπτωματολογία, είναι επίσης μια άλλη ακραία πράξη στην οποία προβαίνουν οι πάσχοντες, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να θέσουν την ίδια τους τη ζωή σε κίνδυνο. Είναι μάλιστα δυνατό να δούμε και την προθυμία τους στο να υποβληθούν ακόμη και σε εγχειρήσεις κι ας γνωρίζουν πως δε συντρέχει κανένας απολύτως λόγος για κάτι τέτοιο. Η επιθυμία πηγάζει από τη διαπίστωση πως στη μετεγχειρητική περίοδο θα τύχουν ακόμη περισσότερης φροντίδας και προσοχής από τους δικούς τους ανθρώπους.

Είναι εμφανές ότι σκέπτονται με πονηρό και δόλιο τρόπο κι αντίστοιχα προσέχουν και τις κινήσεις τους. Δηλαδή, με σκοπό την αποφυγή πιθανών ασυνεπειών στην ιστορία και τα τεκμήριά τους, επισκέπτονται διαφορετικά νοσοκομεία και ιατρούς, ώστε να μη γίνονται εύκολα αντιληπτοί. Θα τους δούμε επίσης να αφιερώνουν πολλές ώρες στο διαδίκτυο ώστε να μπορούν να βρουν όσο περισσότερο υλικό είναι διαθέσιμο γύρω από μια ασθένεια και να μπορέσουν να παρουσιάσουν πιο ολοκληρωμένη την εικόνα του ασθενή που πάσχει από τη συγκεκριμένη ασθένεια.

Στόχος των συγκεκριμένων ασθενών δεν είναι να επωφεληθούν οικονομικά ξεγελώντας το σύστημα, μέσω για παράδειγμα επιδομάτων που ενδέχεται να παίρνουν για οποιαδήποτε ανικανότητα, αλλά κύριο μέλημά τους είναι να ενσαρκώσουν ένα ρόλο που τους εξασφαλίζει τη στοργικότητα, συμπόνια και προσοχή του περίγυρού τους. Η σημασία που αποζητάται, η έντονη αυτή ανάγκη να αισθανθούν φροντίδα και να νιώσουν πως είναι το επίκεντρο, είναι αποτέλεσμα διάφορων και συνδυαστικών καταστάσεων που προφανώς ερμηνεύτηκαν λάθος στο μυαλό του ατόμου αυτού. Αν και τα αίτια είναι περίπλοκα, καθώς τα υποκείμενα ψυχολογικά θέματα ποικίλουν, επιστήμονες συγκλίνουν πως κοινό σημείο στις περιπτώσεις που μελετούνται είναι η παιδική ηλικία. Διαταραχές προσωπικότητας, όπως για παράδειγμα το ότι ενδέχεται να παίρνουν κάποιας μορφής ευχαρίστηση από όλη αυτή την κατάσταση, καθώς θεωρούν πως έτσι έχουν έλεγχο πάνω στους γιατρούς και τους συγγενείς και περηφανεύονται για την ικανότητά τους να τους παραπλανούν, παίζοντας τον ρόλο τους.

Μπορεί το άτομο να έχει περάσει μια τραυματική εμπειρία ως παιδί ή έφηβος, είτε ψυχική είτε σωματική κάτι που έκανε το περίγυρό του να στρέψει την προσοχή του επάνω του κι αυτό το συνεχές παρατεταμένο αίσθημα της σημασίας που εκλάμβανε, να πυροδότησε την ανάγκη διαιώνισης μιας τέτοιας κατάστασης, ώστε να μπορούν να αναπαράγουν το αίσθημα της ασφάλειας και στοργής που εισέπρατταν ως παιδιά εκείνη την περίοδο της ζωής τους. Υπάρχει και η πιθανότητα, μια τέτοια συμπεριφορά να είναι αποτέλεσμα χρόνιου αισθήματος εγκατάλειψης ενός παιδιού από τους γονείς, είτε μιλάμε για κυριολεκτική απουσία των γονέων από τη ζωή του παιδιού, είτε συναισθηματική παραμέλησή του. Αντιδρώντας κατ’ αυτό τον τρόπο, θεωρούν πως παίρνουν την προσοχή που θα έπρεπε να έχουν την οποία δεν είναι άξιοι να πάρουν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

Ίσως πάλι -κι εδώ φεύγουμε από την αποκλειστικότητα της παιδικής ηλικίας- ο ασθενής να υιοθετεί μια χρόνια ασθένεια η οποία να έπληξε μέλος της οικογένειάς του στο παρελθόν κι επιθυμεί να λάβει την ίδια σημασία και περίθαλψη που έτυχε κι ο συγγενής-ασθενής, νιώθοντας πως είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για να εισπράξει αγάπη και φροντίδα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ενσαρκώνει ένα ακόμη πιο πειστικό ρόλο όντας πολύ καλός γνώστης της ασθένειας, των συμπτωμάτων και συμπεριφορών των οποίων ήταν μάρτυρας για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η διάγνωση του συνδρόμου αυτού δεν είναι απλή υπόθεση. Δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί πως ο ασθενής ψεύδεται, καθώς δυστυχώς υπάρχουν αρκετές χρόνιες, «αόρατες» όπως ονομάζονται, ασθένειες, οι οποίες ενώ παρουσιάζουν σωρεία συμπτωμάτων, δεν μπορούν να αποδειχθούν με ιατρικές εξετάσεις. Η διάγνωση γίνεται κατά κύριο τρόπο με τη μέθοδο της απόκλισης, ενώ στηρίζεται παράλληλα στο μεγαλύτερο μέρος της στη συμπτωματολογία του ασθενούς και το πώς αισθάνεται, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποτελούν αξιόπιστη μαρτυρία.

Για το λόγο αυτό θεωρείται πρόκληση για τους ιατρούς, καθώς χρειάζεται να προβούν σε ενδελεχή έλεγχο, να ψάξουν για συγκρουόμενα σημεία, να παρακολουθούν στενά τον ασθενή για να δουν αν παρουσιάζει βελτίωση σε πιθανή αγωγή που του χορηγείται (αν και το άτομο κατά πάσα πιθανότητα θα προβεί σε αλλαγή ιατρού αν αντιληφθεί ότι κινδυνεύει να αποκαλυφθεί), να πραγματοποιήσουν εξετάσεις για ανίχνευση φαρμάκων που πιθανώς το άτομο να παίρνει και δε θα έπρεπε (νοουμένου πάλι ότι έχουν καθαρή πραγματική εικόνα των όσων ισχυρίζεται ο ασθενής και μπορούν να σχηματίσουν μια αντικειμενική εικόνα ως προς το τι είναι πιθανό να παίρνει) και να ψάξουν το ιστορικό. Δεν είναι τυχαίο που τα καταγεγραμμένα περιστατικά είναι πολύ λίγα, με την ασθένεια αυτή να κατατάσσεται στις σπάνιες, αφού δε γίνονται συχνές διαγνώσεις λόγω του επιτυχούς τρόπου με τον οποίο οι πάσχοντες ξεγελούν τους γιατρούς.

Ως προς την αντιμετώπιση, η γραμμή που ακολουθείται κυρίως, είναι αυτή της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας. Ο ψυχολόγος γνωρίζει πως το άτομο έχει πλήρη αντίληψη του πώς σκέφτεται και πράττει και πως αδυνατεί να δει το «γιατί», τη σύνδεση δηλαδή τέτοιων συμπεριφορών και αναγκών με άλυτα παρελθοντικά προβλήματα και πεποιθήσεις. Έτσι σε πρώτη φάση τον αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο, αναγκάζοντάς τον να «παραδεχτεί» τις συμπεριφορές που αναπτύσσει ο ίδιος κι έπειτα με συστηματική παρακολούθηση επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια τους λόγους ώστε να παρουσιαστεί στον ασθενή το μοτίβο των αιτιών και να δουλευτούν, να επαναπροσδιοριστούν με γνώμονα πιο ρεαλιστικές και υγιείς πεποιθήσεις και αντιλήψεις.

Όπως και να έχει, τα κίνητρα και τα βαθύτερα αίτια που κάποιος χρειάζεται φροντίδα ή νιώθει εγκατάλειψη, είναι κάτι που απασχολεί κοινωνιολογικά δεκαετίες τώρα, καθώς δε φαίνεται να μπορεί να βγει άκρη σε κάτι τόσο σύνθετο όσο το συναίσθημα ή η αίσθηση των πραγμάτων. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να αποκτήσουμε ένα πιο υγιές ψυχικά περιβάλλον αλλά και να αποτελούμε κι εμείς ένα αντίστοιχα υγιές κομμάτι του, είναι γι’ αρχή, να μάς αφορά. Κι όταν κάτι σε αφορά, όλα αρχίζουν και εξηγούνται, με περισσότερη αγάπη και κατανόηση, δημιουργώντας έτσι ένα ντόμινο αλληλεγγύης. Πού ξέρεις, ίσως όλα να ήταν αλλιώς αν τα παιδιά μας άκουγαν δέκα μπράβο παραπάνω. Ίσως πάλι κι όχι, αλλά δε χάνουμε τίποτα να το δοκιμάσουμε.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου