Η σχέση πατέρα-γιου ίσως είναι η πιο εύφλεκτη σχέση που έχει δημιουργηθεί. Ο ένας αποτελεί το σπίρτο κι ο άλλος το φιτίλι που θα οδηγήσει στην έκρηξη αυτής της αυτοσχέδιας βόμβας. Ταυτόχρονα η σχέση αυτή αποτελεί, όμως, μια τραμπάλα, που οι δύο παίκτες ξέρουν πότε θα βρεθεί ο ένας πιο ψηλά απ’ τον άλλον αλλά ακριβώς την ίδια στιγμή ξέρουν και πότε θα βρεθούν αντιμέτωποι στη μέση της διαδρομής προκειμένου να κοιταχτούν στα μάτια και να φέρουν ισοπαλία.

Τα ανείπωτα λόγια στη σχέση μας πολλά, ίσως περισσότερα κι από ‘κείνα που δεν είπε ποτέ κανείς στον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του. Μα όσα δε λέγονται δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν. Τα αισθανόμαστε, κι αυτό κάποτε αρκεί. Απ’ την οικειότητα στην απόλυτη φιλία κι από ‘κει, μαζί με λίγη κόντρα, στο απόλυτο πρότυπο. Απ’ τα συγκρατημένα λόγια στις αυθόρμητες πράξεις και την υπόσχεση για φυσική συνέχεια του χαρακτήρα απ’ το μεγαλύτερο στο μικρότερο αρσενικό.

Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά, που τη σχέση ανταγωνισμού που δημιουργήθηκε με τον ερχομό μου σ’ αυτόν τον κόσμο κατάφερες να την μετατρέψεις σε μια υπέροχη φιλία κι έπειτα σ’ ένα πρότυπο, που δε θέλω να σπάσει με τίποτα το καλούπι. Σ’ ευχαριστώ για όλα εκείνα τα «Δε σε μπορώ, είσαι ίδιος ο πατέρας σου» της μάνας που κατάφερες να τα μετατρέψεις σε «Τον βλέπεις αυτόν εκεί; Μακάρι να του μοιάσεις έστω και στο ελάχιστο μια μέρα».

Θυμάσαι τότε που ήμουν μωρό και με μάθαινες να περπατάω; Μπουσουλούσες κι εσύ δίπλα μου για να με μάθεις να στέκομαι όρθιος και να πηγαίνω μπροστά, να σταματώ στις σκάλες, να βρίσκω το κατάλληλο σημείο να πιαστώ, για να μην πέσω. Κι αν τυχόν κι έπεφτα, ήσουν εκεί για να το φιλήσεις να περάσει και να μου δείξεις πως πέρασες και πρέπει να συνεχίσω. Μεγάλωσα και τα ‘χα όλα αυτά στη βαλίτσα μου για τα ταξίδια της ζωής μου. Με έμαθες να κοιτάζω μπροστά, να κοντοστέκομαι στις δυσκολίες, να τις αντιμετωπίζω, να στηρίζομαι όπου κι αν χρειάζεται, αλλά να μην πέφτω. Κι αν πέσω, θα ‘σαι ακόμα εκεί όχι για το φιλήσεις να περάσει, αλλά για να με πιάσεις απ’ το χέρι και να μου δείξεις πού πρέπει να πάω.

Δε σου αρέσει που καπνίζω, μα την ίδια στιγμή κάνουμε τράκες μεταξύ μας και γελάμε. Με στηρίζεις ακόμα και σε αυτό, γιατί ξέρεις πως είμαστε ίδιοι. Σου λέω πως θα το κόψω με την πρώτη ευκαιρία και γελάς ειρωνικά, γιατί το ίδιο έλεγες κι εσύ πριν είκοσι χρόνια και τώρα καπνίζουμε μαζί. Φοράμε ο ένας τα ρούχα του άλλου, γιατί έχουμε εμπιστοσύνη στο γούστο μας και γιατί έξω θέλουμε να μοιάζουμε με αδέρφια.

Μεγάλωσα πια και δεν είμαστε ανταγωνιστές. Ίσως να μην υπήρξαμε και ποτέ, δηλαδή. Λίγο στην αρχή, τότε που όλη η προσοχή της μαμάς είχε στραφεί πάνω μου κι ύστερα στην εφηβεία, που ξεσπούσα σε ό,τι αγαπούσα πιο πολύ. Μα ισορροπούσαμε. Καπετάνιος στο καράβι της οικογένειάς μας ήσουν και ταυτόχρονα ο καλύτερος συνταξιδιώτης στις φουρτούνες μας. Τυχερός όποιος έχει έναν τέτοιο καπετάνιο κοντά του. Παρείχες ασφάλεια και στήριξη αλλά και φροντίδα, στοργή κι ανιδιοτέλεια. Δύσκολος συνδυασμός κι όχι πάντα δεδομένος, μα τον κατάφερες κι αυτόν.

Το «τόσο-όσο» σταθμός στη σχέση μας, μια συγκρατημένη αγάπη, που ωστόσο δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Όχι γιατί ήσουν ο πατέρας κι ήμουν ο γιος. Αυτό έτυχε. Δεν το επιλέξαμε. Τη σχέση μας, όμως, τη χτίσαμε. Της βάλαμε τα θεμέλια, την κάναμε θωρακισμένο ουρανοξύστη που τα φιμέ μας τζάμια δε θα επέτρεπαν ποτέ σε κάτι αόριστο ν’ απειλήσει την κανονικότητα της ζωής μας. Λέμε σπάνια «σ’ αγαπώ» και «μου λείπεις». Κοιταζόμαστε, όμως, στα μάτια και μ’ ένα σκούντημα στην πλάτη ξέρουμε πως όλα θα πάνε καλά.

Είσαι ο άνθρωπος που έχω για πρότυπο. Εκείνη η ατόφια ψυχή που με κάνει να πιστεύω πως αν είχε πολλαπλασιαστεί αυτός εδώ ο κόσμος θα ήταν καλύτερος. Μεγάλωνα με την εικόνα σου κι έχτισα τη δική μου πάνω σου, όχι από υποχρέωση ή συνήθεια, αλλά από επιλογή. Μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό, λένε, κι η πρόκληση να ξεπεράσει ο ένας τον άλλον κάποιες φορές αποδεικνύεται δημιουργική.

Δεν έβαλες ποτέ τον ρόλο σου σαν ρούχο πάνω σου και το εφάρμοσες. Προσπάθησες με τον άνθρωπο που δημιούργησες να πλάσεις τη σχέση σας από κοινού, δίχως εγωισμούς και συμφέροντα. Έγινες δάσκαλος προσπαθώντας να μου μάθεις τον κόσμο, ψυχολόγος για να με καταλαβαίνεις, θηριοδαμαστής για να μ’ επαναφέρεις σε τάξη, γιατρός για να μα κάνεις καλά όταν ψηνόμουν στον πυρετό, μα κυρίως ήσουν άνθρωπος για να μου δείξεις πώς πρέπει να ‘μαι, έτσι ώστε να κομπλάρω τους γύρω μου με την καλοσύνη μου -κι ας μην την αξίζουν πάντα.

Με έμαθες να επιλέγω τη ζωή μου, να ονειρεύομαι το μέλλον μου και να δημιουργώ τη δική μου πραγματικότητα κι όχι εκείνη που ονειρεύτηκες εσύ όταν είδες στο υπερηχογράφημα πως ήμουν αγόρι.  Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερό σου κατόρθωμα, γιατί μεγάλωσα κι ίσως να τα έκανα θάλασσα, μπαμπά. «Και τι με αυτό; Είναι όμορφη η θάλασσα» μου λες και χαμογελάς. Ίσως σε πλήγωσα, σε στεναχώρησα και σου δημιούργησα αγωνίες. Έβαζες πάντα, όμως, όρια κι ήξερα μέχρι πού φτάνει το σχοινί. Έμαθα να μην το τεντώνω, γιατί, ναι, μπορεί να κερδίσω και να σταθώ όρθιος, αλλά ίσως και να βρεθώ στο πάτωμα μπλεγμένος.

Κι αν με ρωτήσουν πότε θα κάνω τη δική μου οικογένεια, θα τους πω πως δε θα συμβεί πριν νιώσω έτοιμος, όχι για να σε ξεπεράσω, αλλά τουλάχιστον για να σε φτάσω. Έβαλες ψηλά τον πήχη, πατέρα. Κι αν με ρωτήσουν τι θέλω για το μέλλον, θα τους πω έστω και λίγο να νιώσουν τα παιδιά μου όπως εγώ για ‘σένα. Κι αν με ρωτήσουν για μια κρυφή ευχή, θα ήθελα να σ’ έχω πάντα καπετάνιο στο δικό μου καράβι για την ασφάλεια που μου προσφέρεις, γιατί ξέρεις από καλές φουρτούνες κι εγκαταλείπεις πάντα τελευταίος το πλοίο. Και αν με ρωτήσουν τι θέλω να σου πω κάθε στιγμή είναι: Α! Μπαμπά, σ’ αγαπώ!

 

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη