Όλοι έχουμε αντιμετωπίσει τουλάχιστον ένα σπαστικό συνάδελφο που μετανιώσαμε την ώρα και τη στιγμή που είχαμε την τύχη –ξεκάθαρη ατυχία– να τον γνωρίσουμε. Είναι κάτι που δυστυχώς αναγκαζόμαστε να ανεχόμαστε καθημερινά, μέχρι να βρούμε είτε εμείς –αν είμαστε τυχεροί– είτε εκείνος κάποια άλλη δουλειά.

Το καλύτερο όπλο σε τέτοιους είδους καταστάσεις κι ενοχλητικούς τύπους ανθρώπων είναι η αδιαφορία. Ώστε να είμαστε κι εμείς καλά, να μην το αφήνουμε να μας επηρεάζει και να μην ξυπνάμε το πρωί με τη σκέψη «Δε θέλω να πάω στη δουλειά και να δω τη μούρη του τάδε».

Ξοδεύουμε πολύ χρόνο στην εργασία μας για να αφήνουμε τους άλλους να μας κάνουν να νιώθουμε μειονεκτικά ή μίζερα.  Στο κάτω-κάτω εμείς πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας και χρειαζόμαστε καλή διάθεση κι ενέργεια για να αντέξουμε το στρες της καθημερινής πίεσης, δεν έχουμε όρεξη ούτε ψυχικά αποθέματα να τα ξοδεύουμε άσκοπα.

Δεν μπορούμε να ασχολούμαστε συνεχώς με τον ξερόλα συνάδελφο που  βρίσκει κάθε ευκαιρία να υποδεικνύει σε όλους μας πώς πρέπει να κάνουμε το καθετί πιστεύοντας ότι ο τρόπος του είναι πάντα ο σωστότερος. Αν αντιμιλήσουμε θα μας κοιτάξει και με υφάκι όλο ειρωνεία κι υποτίμηση.

Το να μιλήσουμε στον προϊστάμενό μας για αυτό το θέμα δε θα αλλάξει τα πράγματα, ίσα-ίσα θα δημιουργήσουμε μια εμπάθεια εναντίον μας, με αποτέλεσμα να ‘μαστε πιο έντονα αποδέκτες της επιδεικτικής συμπεριφοράς του. Άσε που κάτι τέτοιοι τύποι συνήθως τα ΄χουν καλά με τα αφεντικά, οπότε απλά κάνουμε πως ακούμε όπως πάντα την καθημερινή παράνοια και συνεχίζουμε τη δουλειά μας. Εξάλλου όλοι γνωρίζουμε πως μόνος του τα λέει και μόνος του τα ακούει.

Απ’ την άλλη έχουμε τον γνωστό σε όλους και καθόλου αγαπημένο τεμπέλη. Εκείνος που όλο παραπονιέται για το πόσα έχει κάνει ενώ όλοι ξέρουμε πως δε θα κάνει σχεδόν τίποτα. Μπορεί να μη μας προκαλεί ιδιαίτερα με τη συμπεριφορά του, όμως εμμέσως μας φορτώνει τις υποχρεώσεις του κι αυτό μας κάνει να δουλεύουμε έξτρα ώρες, τις οποίες εννοείται πως δε θα πληρωθούμε.

Μην ξεχνάμε κι εκείνους τους αντιπαθητικούς  κουτσομπόληδες/διπρόσωπους που με το που γυρίσουμε την πλάτη μας κάτι θα βρουν να σχολιάσουν για τα ρούχα που φορέσαμε, για το πώς περπατάμε ή μιλάμε, για το χαμόγελο ή την κακοκεφιά μας και το λόγο πίσω απ’ αυτά, αλλά μπροστά μας θα είναι όλο γλύκα κι ευγένεια, να μας ρωτάνε τα νέα μας για να δείξουν πως ενδιαφέρονται. Η υποκρισία τους δε σταματάει εκεί, αφού κάποιοι από αυτούς έχουν μείνει στο δημοτικό και για να νιώσουν καλύτερα έχουν την ανάγκη να καρφώσουν κάποια ατέλειά μας που θα εντοπίσουν στο αφεντικό.

Φυσικά υπάρχουν κι αυτοί που μεταδίδουν την αρνητικότητά τους με το που θα πατήσουν το πόδι τους στη δουλειά. Με ξινή μούρη μέχρι το πάτωμα, δε λένε καλημέρα σε κανένα. Μπορεί να ρίξουν και κάνα βλέμμα που σκοτώνει αν ακουστούν γέλια. Δε θα σηκώσουν το κεφάλι τους μέχρι που θα έρθει η ώρα να σχολάσουν και να πάνε στο σπιτάκι τους. Τέτοιοι κατσούφηδες άνθρωποι μακριά μας!

Στη δουλειά κάθε μέρα είναι μια καινούργια αρχή. Προσπαθούμε να αφήνουμε πίσω τα προβλήματα που είχαμε χθες και να πορευτούμε με θετικότητα. Δεν πρέπει να αφήσουμε ορισμένους να μας τραβήξουν στη μιζέρια τους, αλλά αντιθέτως πρέπει να προσπαθήσουμε να τους γεμίσουμε αισιοδοξία για να καταλάβουν πως ακόμη κι η δουλειά μπορεί να είναι ευχάριστη.

Όλοι έχουμε έρθει αντιμέτωποι με τέτοια άτομα και με τον καιρό συμβιβαστήκαμε με τη συμπεριφορά τους. Στο κάτω-κάτω όσοι συμπεριφέρονται έτσι κρύβουν μια ανασφάλεια, κάτι που δε θα τους αφήσουμε να μας μεταδώσουν όσο κι αν το προσπαθούν.

 

Συντάκτης: Βαλέρια Μπόκια
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη