Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα…
Μια ατάκα που, από τα παιδικά μας κιόλας χρόνια, ακούγαμε συνέχεια όταν πηγαίναμε σε γάμους, κι ως παιδιά πάντα ρωτάγαμε τι σημαίνει, ειδικά όταν βλέπαμε πως μέσα στην εκκλησία ο κόσμος γέλαγε και ψιθύριζε «κάν’ το, κάν’ το, τώρα».
Μεγαλώνοντας, συνδέσαμε αυτή την ατάκα με τη θρυλική ελληνική ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», και το ζευγάρι που άφησε εποχή, την Ελενίτσα (Μάρω Κοντού) και τον Αντωνάκη (Γιώργος Κωνσταντίνου), που έζησαν την ιστορία τους στο σπίτι της «οικογένειας Κοκοβίκου».

Όσες φορές και να δεις την ταινία, πάντα σε πιάνει μια νοσταλγία για εκείνα τα όμορφα, απλά χρόνια που ζούσαν τότε. Τις συνήθειες που είχαν, τη φιλοσοφία που ακολουθούσαν Παράλληλα, βλέπεις πώς βίωναν την καθημερινότητα οι γυναίκες και τι σήμαινε ΄δε σήμαινε ισότητα ή σεβασμός σε μια σχέση.
Κάθε ατάκα της ταινίας μένει ανεξίτηλη στη μνήμη μας, σαν κομμάτι μιας άλλης εποχής που ακόμα μας συγκινεί. Το τρυφερό «Αντωνάκη μου» και το αμίμητο «θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω κ. Κοκοβίκου» είναι φράσεις που έχουν χαραχτεί στη συλλογική μας μνήμη, φράσεις που κουβαλούν το χιούμορ, τη γλύκα και τη νοοτροπία μιας ολόκληρης γενιάς. Πόσες φορές δεν έχουμε πιάσει τον εαυτό μας, πάνω σε συζητήσεις με φίλους, να τις λέει με χαμόγελο; Πόσες φορές δεν έχουμε γελάσει, αλλά και συγκινηθεί, βλέποντας ξανά την ίδια σκηνή, λες και ήταν η πρώτη φορά;

Μοιάζει παράλληλα σαν το νήμα που μας δένει με την παιδική μας ηλικία, με τα απογεύματα που καθόμασταν μπροστά στην τηλεόραση και βλέπαμε για ακόμη μια φορά ιστορίες που ξέραμε απ’ έξω, αλλά δε χορταίναμε ποτέ. Παραμένει μια γέφυρα, λοιπόν, που μας ενώνει με τους γονείς και τους παππούδες μας, αλλά και με τις νεότερες γενιές που σήμερα τις ανακαλύπτουν, κρατώντας την Παλιά Αθήνα ζωντανή.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που έχει δει αυτήν την ταινία, και δεν έχει έστω σφιχτεί με το “χαλασμένο” σπιτικό μετά το φευγιό του Αντωνάκη. Όπως και δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει συγκινηθεί όταν η αγάπη, η αληθινή, η δυνατή αγάπη ξανασμίγει το ζευγάρι που, μπαίνοντας πλέον στο μισογκρεμισμένο του σπίτι, θυμούνται τις όμορφες στιγμές που έζησαν εκεί μέσα, κι έτσι αφήνουν πίσω τους τις όποιες παρεξηγήσεις για να ζήσουν ξανά μαζί.
Τόσες αναμνήσεις σε αυτό το επικό σπίτι της Αθηναϊκής πλάκας, δεν μπορούν να χαθούν. Αυτό σκέφτηκε και το Υπουργείο Πολιτισμού που αποφάσισε να διασώσει τις μνήμες μας και το θρυλικό σπίτι της οικογένειας Κοκοβίκου, μετατρέποντάς το σε μνημείο, ενισχύοντας έτσι την ιστορία και τον πολιτισμό της Πλάκας, καθώς και τον τουρισμό μέσα από τα αθηναϊκά σπίτια εκείνης της εποχής.
Μαζί με αυτό, έρχονται να διασωθούν και η Οικία Κωλέττη επί της Πολυγνώτου, το Σπίτι του Ελύτη, το κτήριο επί της Διοσκούρων 7, το οποίο προορίζεται να φιλοξενήσει το Μουσείο Καρόλου Κουν, η οικία Κωστή Παλαμά επί της Περιάνδρου· δημιουργούν έναν πυρήνα κτηριακών υποδομών για πολιτιστικές χρήσεις, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις και εποχές της ιστορίας των Αθηνών.

Λίγα λόγια για το όμορφο αυτό κτίριο:
Το κτήριο, συνολικής επιφανείας 266 τ.μ., είναι τριώροφο με ξύλινο συνεχές χαγιάτι σε όλες τις στάθμες, ανταποκρινόμενο στα πρότυπα της πρώιμης οθωνικής περιόδου. Αποτελεί μέρος συγκροτήματος με άλλοτε συνοδά κτήρια και εσωτερική αυλή, τυπολογία που επικράτησε στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας στην Πλάκα. Η παρουσία του κυρίως κτηρίου μαζί με τα προσκτίσματά του τεκμηριώνεται την περίοδο 1836-1837. Αποτελεί παλίμψηστο λόγω της παρουσίας σωζόμενων ορατών αρχαιοτήτων σε στάθμη χαμηλότερη από το δάπεδο του ισογείου, τόσο εντός του κτιρίου στην κατώτερη στάθμη του, όσο και στον άλλοτε αύλειο χώρο. Έχει δεχτεί σειρά επεμβάσεων και τροποποιήσεων λόγω μεταλλαγής του αύλειου χώρου του (καθαιρέσεις συνοδών κτισμάτων και μανδρότοιχου), διενέργειας ανασκαφικής έρευνας σε ολόκληρο σχεδόν τον χώρο και στο εσωτερικό του κτιρίου, καθώς και συνολικής επισκευής.
