Ανάμεσα στα –πολλά ομολογουμένως– πράγματα που με εκνευρίζουν, στέκουν μεγαλόπρεπα κι όλοι εκείνοι οι τύποι που έχουν την τάση να συναινούν σε ό,τι τους πεις. Τον ρωτάς, φέρ’ ειπείν, «σου αρέσει αυτό;», συναινεί, «σου αρέσει το άλλο;», πάλι συναινεί! Κι ύστερα ρωτάς εκνευρισμένος πώς γίνεται να του αρέσουν και τα δύο, αφού αντικρούονται; Κι έτσι, λίγο από συνήθεια και λίγο για να σε τρελάνει, πάλι συναινεί. Τι πάει στραβά με σένα, ρε άνθρωπε, θες να πεθάνεις νέος;

Ειλικρινά, δεν έχω καταλήξει ακόμα για ποιο λόγο το κάνουν. Είναι crowd pleasers απ’ τα γεννοφάσκια τους ή μήπως φοβούνται να ισχυριστούν κάτι διαφορετικό μην τυχόν και μείνουν μόνοι; Εδώ που τα λέμε, το να σταθείς απέναντι στον άλλο και να πεις ελεύθερα τη γνώμη σου, συχνά ενέχει κι ένα ρίσκο. Σπάνια τα αφτιά μας υποδέχονται με χαρά το «όχι» ή το «μη», πόσο μάλλον μια εντελώς αντίθετη άποψη.

Απ’ τη μία το βρίσκω πολύ λογικό γιατί, για να είμαστε ειλικρινείς, όλοι έχουμε πει μερικά «ναι» που ήταν «όχι». Δεν είναι δα και τόσο εύκολο ν’ αντιταχθείς στο ρεύμα. Μεταξύ μας, οι φορές που κατάπιαμε τη γλώσσα μας και γνέψαμε καταφατικά δεν είναι και λίγες κι ας το παίζουμε πια cool και ντόμπροι τύποι. Δε λέω, έχει ένα status να θεωρείσαι ο εναλλακτικός, ο «επαναστάτης», αλλά θέλει και κότσια να είσαι, όχι αστεία.

Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς, τους μονίμως καταφατικούς ανθρώπους, να συναινούν γιατί μοιάζει κουραστικό να διαφωνήσουν ή γιατί δεν έχουν δική τους άποψη επ’ αυτού. Όπως και να το κάνεις, κάποιοι δεν έχουν ταμπεραμέντο, κάποιοι δεν είναι εξίσου δυναμικοί ή πολύ απλά βαριούνται να είναι κι έχει κι αυτή η στάση τους μια δική της λογική.

Να το πούμε απλά, όταν λες «ναι» κανείς δε θα σε ρωτήσει γιατί συμφωνείς. Όταν πεις «όχι» όμως θα πρέπει να αιτιολογήσεις, να επεξηγήσεις, να γίνεις και λίγο ο κακός της υπόθεσης. Θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να επενδύσεις χρόνο στην τεκμηρίωση της στάσης σου κι αυτό δεν είναι εξίσου εύκολο για όλους. Είτε λόγω έλλειψης γνώσεων σε κάποιο θέμα είτε λόγω πλήξης τα «ναι» είναι πάντα πιο βολικά.

Βέβαια, στον αντίποδα στέκουν όλοι οι «μάλιστα, κύριε» τύποι που συναινούν μεν, κάνουν δε ό,τι γουστάρουν. Τους λες για παράδειγμα να βρεθείτε στις 9 για καμιά μπίρα, συμφωνούν κι έρχονται στις 10 ή δεν έρχονται και καθόλου, γιατί έτσι. Τι, επειδή συμφώνησαν; Σημαίνει κάτι αυτό; Αυτοί οι υπεργαμάτοι τύποι παίζει και να έχουν βρει την πιο ανορθόδοξη αλλά μαγική λύση σε όλα τα επικοινωνιακά προβλήματα. Ποιος ο λόγος να κάτσουν να σκάσουν, να διαφωνήσουν, να το συζητήσουν, να βρουν μια μέση λύση; Λένε εκεί ένα «ναι», δεν τους πρήζει και κανείς κι έπειτα κάνουν ό,τι ήθελαν εξ αρχής. Δεν ξέρω για σας, αλλά για μένα, αυτό είναι ταλέντο απ’ τα λίγα. Εντάξει, θέλω λίγο να τους δείρω που συμφωνούν αλλά δεν το τηρούν, όμως δε μου το επιτρέπει ο σεβασμός που νιώθω απέναντι στον αυθεντικό σταρχιδισμό τους.

Ωστόσο, για εμάς τα τζαναμπέτικα που το «όχι» είναι συνέχεια του ονόματός μας, αυτοί που συναινούν έτσι ευπροσήγορα μας εκνευρίζουν κυρίως για τον εξής λόγο: χαλάνε την πιάτσα. Γίνεται ξαφνικά η κατάφαση μονόδρομος κι όλα τ’ άλλα παρεκκλίσεις. Ακούγοντας συνεχώς «ναι», στην ύπαρξη μιας παράταιρης άποψης, ο άλλος ξεβολεύεται, τσιγκλιέται κι εκνευρίζεται κι όποιος την ξεστόμισε νομίζει πως έκλεισε τραπέζι στην κόλαση, πρώτο καζάνι δεξιά.

Ρε παιδιά, μην είστε τέτοιοι! Μέσα απ’ τον αντίλογο ακμάζει η νόηση κι απ’ τις αντιρρήσεις πηγάζει η βελτίωση. Μη χαλάτε έτσι ύπουλα την πιάτσα. Πείτε και κανένα «όχι» να δώσετε στο λόγο σας λίγο νόημα κι ουσία. Πείτε έστω ένα «θα δούμε» που όλοι ξέρουμε πως είναι ένα ευγενικό «όχι». Κι αν δεν το κάνετε για εμάς τους αξιολάτρευτα ξινούς οπαδούς του «όχι», κάντε το για σας.

Τα «όχι» έχουν μιαν άλλη γλύκα. Όπως όταν ήσουν παιδί και πηγαίνατε επίσκεψη σε κανένα συγγενή. Ερχόταν η θεία με τα πτι-φουρ που είχε απ’ όταν ανακαλύφθηκε ο τροχός κι εσύ έπρεπε να το φας. Αν έλεγες «όχι», σε μάλωναν οι δικοί σου που και καλά τους πρόσβαλες, αλλά μετά η θεία έφερνε λουκούμια ή έστω βανίλια υποβρύχιο -πάντως μια φορά τη μουμιοποιημένη σάχλα την γλύτωνες. Έτσι είναι και τα «όχι». Θα ξινίσουν οι γύρω λίγο στην αρχή, αλλά εσύ θα περνάς καλύτερα.

Πες κανένα «όχι» εσύ και μη σε νοιάζει, όλα θα πάρουν το δρόμο τους! Αν καταλήξουμε όλοι στην κόλαση υπόσχομαι να σου φέρω φρέσκα μπισκότα -τόσοι φούρνοι γύρω-γύρω μην πάνε και χαμένοι. Και πού ’σαι; Για τα μπισκότα πες «ναι», δε θα μαλώσω· τα πετυχαίνω.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη