Σου έχει τύχει να ξενερώσεις με κάτι, έτσι δεν είναι; Να φτάσεις στο σημείο να πεις «δε γουστάρω άλλο, ρε αδερφέ» και να μη δώσεις άλλη αξία ή έκταση στην κατάσταση, αλλά να πάρεις τα κουβαδάκια σου και να πας σε άλλη παραλία. Μπορεί να αφορά τα προσωπικά μας, κάποια σχέση που μας γέμισε απογοήτευση ή μια φιλία που πήρε την κάτω βόλτα. Μπορεί ακόμα να αφορά και τα επαγγελματικά μας, μια πολυπόθητη εξέλιξη που ποτέ δεν ήρθε παρά τους κόπους μας αφήνοντάς μας αποκαρδιωμένους. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις το συναίσθημα είναι το ίδιο: απογοήτευση αναμεμειγμένη με θυμό, κούραση κι αγανάκτηση. Ένα κράμα συναισθημάτων που παρ’ ό,τι είναι αρνητικά, προσδίδουν μια τέτοια δυναμική που σου επιτρέπει να σπάσεις τον κύκλο και να απαλλαχθείς από αυτό που σε φθείρει.

Τη θέση της υπερπροσπάθειας για να διασωθεί η σχέση παίρνει η απάθεια. Εκεί που έλεγες «ας δοκιμάσω κι αυτό» ώστε να βρεις μια λύση και να ξεπεραστεί το όποιο εμπόδιο, βρίσκεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται αν κάτι τέτοιο θα είχε νόημα κι αν το τελικό αποτέλεσμα θα σε δικαίωνε ή θα έμοιαζε πολύ κακό για το τίποτα. Κι εκεί, αν η απάντηση που θα έδινες ήταν απογοητευτική, αν αντιλαμβανόσουν πως πάει τζάμπα ο κόπος σε σύγκριση με την ανταμοιβή που λαμβάνεις σίγουρα θα ένιωθες θλίψη, οργή, απελπισία όμως ταυτόχρονα κάτι μέσα σου θα (σε) δυνάμωνε.

 

 

Πολλές φορές ζητάμε να απαλλαχτούμε από τα αρνητικά συναισθήματα κι είναι πολύ λογικό, ποιος θέλει στ’ αλήθεια να λυπάται ή να θυμώνει; Όμως πολύ  συχνά αυτά τα αρνητικά συναισθήματα μας εξοπλίζουν επαρκώς για να διεκδικήσουμε όλα εκείνα τα θετικά που μας έχουν λείψει και λαχταράμε. Για παράδειγμα, η οργή ή ο φόβος βρίσκει τον τρόπο και παρακάμπτει μέχρι και τους νόμους της φυσικής. Άνθρωποι βρίσκουν δύναμη πολλαπλάσια της σωματικής τους διάπλασης για να διαφυλάξουν τους ίδιους ή αγαπημένα τους πρόσωπα.

Κάπως έτσι αντιδρά και το μυαλό μας σε αντίστοιχα ερεθίσματα. Σε άλλους νωρίτερα, σε άλλους αργότερα έρχεται εκείνο το λεπτό που θα αποφασίσουμε πως μια κατάσταση δεν έχει μέλλον και πως έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι, έτσι θα δράσουμε με τέτοιο τρόπο επιδιώκοντας την προσωπική μας ηρεμία, εκπλήσσοντας ακόμα και τους εαυτούς μας.

Ακόμα κι αν σ’ αυτό το σημείο μας έταζαν λαγούς με πετραχήλια, ακόμα κι αν μας έφερναν τον ουρανό με τ’ άστρα αυτό δε θα μας κάλυπτε, αυτό πλέον δε θα αρκούσε γιατί δεν πήραμε αυτό που είχαμε ανάγκη όταν το χρειαζόμασταν κι όταν μεταχρονολογημένα μας προσφέρθηκε ήταν πια πολύ αργά. Ας το πούμε κακό timing που είναι και της μόδας, όμως αυτή η ασύγχρονη ανταλλαγή κάπως μας πεισμώνει, κάπως μας δυναμώνει και τελικά μας βοηθάει να πάμε παρακάτω.

Δεν ξέρω αν το νιώθετε κι εσείς αλλά όποτε κάτι δε μου βγαίνει όπως θέλω ακόμα κι αν δοκιμάζω κάθε τρόπο που μπορώ να σκεφτώ, μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες σταματάω να το θέλω. Ίσως να μην το ήθελα αρκετά εξ αρχής, ίσως κάπου στη μέση να αποφάσισα πως δεν αξίζει τον κόπο, όμως η κατάληξη είναι η ίδια. Φτάνω σε ένα σημείο καμπής που πραγματικά δε με νοιάζει η όποια έκβαση, ακόμα και μια δυνητική επιτυχία δε μου προκαλεί ευχαρίστηση. Είναι σαν να με έχει θωρακίσει η ίδια μου η απογοήτευση κι ο θυμός, σαν να μην έχω πλέον χώρο στον ψυχισμό μου για λίγο ακόμα πόνο και απλά τον αντανακλώ και φεύγω.

Είναι αστείο αν σκεφτεί κανείς ότι μπορεί μέχρι πριν λίγες μέρες να καταβάλει κανείς όλες του τις δυνάμεις κι έπειτα να σταματά ακαριαία σαν να έκλεισε η κάνουλα και να στέρεψε η βρύση, όμως κάπως έτσι γίνεται. Φτάνουμε ένα πρωί σε μια ανηφόρα κι αντί να προσπαθήσουμε να την ανέβουμε επιλέγουμε άλλη διαδρομή ή άλλον προορισμό. Ακόμα κι αν μας έπαιρναν σηκωτούς να μας περάσουν δε θα πηγαίναμε γιατί πλέον δε γουστάρουμε. Μας τέλειωσε. Ακόμα κι αν μας έλεγαν πως απ’ την άλλη πλευρά υπάρχει θησαυρός, θα εγκαταλείπαμε είτε γιατί δε θα πιστεύαμε όσα μας λένε –εξάλλου μετά από πολλές απογοητεύσεις η δυσπιστία είναι βέβαιη– είτε γιατί θα είχαμε ήδη ανοίξει πανιά για κάτι άλλο.

Στο «τώρα δε θέλω εγώ» τρυπώνουν πάντα νέες επιθυμίες, φρέσκα θέλω γεμάτα υποσχέσεις κι αισιοδοξία που κάνουν τα προηγούμενα να μοιάζουν με την κακιά μάγισσα του παραμυθιού. Η μεταστροφή της επιθυμίας μας γίνεται ασπίδα αλλά κι εργαλείο. Μπορεί να μας σώσει αλλά μπορεί κι όχι. Δεν ξέρουμε πού ακριβώς θα μας οδηγήσει όμως σίγουρα θα μας επιτρέψει να δούμε μια άλλη πτυχή και θα μας δώσει τα εφόδια να διαφυλάξουμε τους εαυτούς μας από μια (ακόμα) απογοήτευση. Μπορεί να μοιάζει με γινάτι, όμως είναι μια εκπληκτική άμυνα, χρήσιμη όταν νιώθουμε πως βρισκόμαστε σε ένα τέλμα.

Αν είσαι στην άλλη πλευρά, ο αποδέκτης του «τώρα εγώ δε θέλω», αυτή η συμπεριφορά μοιάζει παράλογη και παιδιάστικη. Εύκολα κατηγορείς τον άλλο ως ασόβαρο ή ανώριμο και σχεδόν ποτέ δεν αντιλαμβάνεσαι πόσο επηρέασες εσύ αυτή του τη στάση. Θα θεωρήσεις την αντίδραση εγωιστική κι υπερβολική ενώ κατ’ ουσίαν είναι ο ορισμός της μετριοπάθειας και της παραίτησης. Στο «τώρα δε θέλω εγώ» υπάρχει μια πληγή που παλεύει μόνη της να κλείσει και που ο ιδιοκτήτης της δε ζητά πλέον τη βοήθεια κανενός. Ίσως αυτό να το κάνει κάπως αξιοθαύμαστο, δε νομίζετε;

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου