Απόρριψη· λέξη βαρύγδουπη, σύντομη, στέρεη, σταράτη. Λέξη κι έννοια προς αποφυγή για την πλειονότητα, καθώς γέννα ανασφάλειες. Έννοια κι αίσθηση λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας, σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο, που κάθε φορά –ανάλογα με τη συχνότητα αλλά και με τον χαρακτήρα του παραλήπτη– έχει διαφορετικό αντίκτυπο.

Αν, λοιπόν, έχεις βιώσει πολλές απορρίψεις, τη μία μετά την άλλη, ή σε μικρό χρονικό διάστημα, σε οποιοδήποτε επίπεδο, αβίαστα μπορεί να σου δημιουργηθεί η σκέψη ότι αυτή θα ‘ναι πάντοτε η κατάληξή σου. Πιστεύεις ότι μένεις και θα μένεις πάντοτε μόνος. Φοβάσαι γι’ αυτό, σκέφτεσαι ότι χειρίζεται τις καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να διώχνεις οποιονδήποτε από δίπλα σου. Ειδικά αν αυτή η κατάσταση συμβαίνει συχνά, έχεις πια πειστεί ότι κάτι τρέχει με ‘σένα -δεν είναι δυνατόν να φταίνε πάντοτε οι άλλοι, άλλωστε.

Φοβισμένος, καθώς είσαι, κλείνεσαι σταδιακά όλο και περισσότερο στη μοναχικότητα και την ενοχικότητά σου. Οι ανασφάλειες σε κατακλύζουν, τα μετράς και τα υπεραναλύεις όλα∙ κάθε κίνηση, κάθε φράση κάθε εκδήλωση, κάθε σιωπή. Δεν μπορείς να χαλαρώσεις, να αφεθείς, τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Κι όπως είναι αναμενόμενο, η αντιμετώπισή σου αυτή δε βοηθάει και στην εξέλιξη της εκάστοτε επαφής -φιλικής και μη.

Για τον λόγο αυτό –ειδικά αν την έχεις πάθει πολλές φορές– έχεις μάθει να αποζητάς τη σιγουριά. Θέλεις να ξέρεις τι παίζει ανά πάσα στιγμή, επιδιώκεις να αφήσεις πίσω σου τις υπεραναλύσεις, μιας και δεν κουράζουν μόνο τους άλλους αλλά κυρίως εσένα. Δεν αντέχεις πια τις κυκλοθυμικές συμπεριφορές. Δεν μπορείς τη σιωπή, την απουσία για μέρες, που την διαδέχονται αγκαλιές και φιλιά, και τις απαιτήσεις από ανθρώπους που όταν τους χρειαζόσουν απουσίαζαν.

Αποζητάς την αποδοχή, την ασφάλεια που σου εκπέμπει ο άλλος, όταν σε εμπιστευτεί. Αν είναι κλειστός, επιτείνεται η αβεβαιότητα. Όχι, δε χρειάζονται πολλές φανφάρες κι υπερβολές, ένα “okay”, μία ένδειξη ενδιαφέροντος, ένα «τι κάνεις;», είναι αρκετά ώστε να πάψεις να πλάθεις σενάρια σχετικά με το τι άλλο μπορεί να παίζει. Αυτό που ζητάς είναι μία ξεκάθαρη στάση, μία ειλικρινή απάντηση. Έχεις βαρεθεί να φοβάσαι τον ίσκιο σου.

Και φυσικά δε θες να καταστρέψεις μία –φαινομενικά τουλάχιστον– ωραία, στέρεη, σχέση από φόβο κι ανασφάλεια. Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές καταλήγεις να αγγίζεις τα όριά σου, κουράζεσαι και καταλήγεις να προτιμάς και να επιλέγεις το τέλος. Κι ας σε συνθλίβει, ας σε συντρίβει μία τέτοια προοπτική, η σκέψη πως πάλι δεν τα κατάφερες, πως πάλι ήσουν κατώτερος των περιστάσεων, πως πάλι έκανες λάθος επιλογές, πως δέθηκες επιπόλαια, χωρίς να ζυγίσεις τις συνέπειες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, το να μην ξέρεις τι συμβαίνει, το να αναρωτιέσαι διαρκώς, το να εξαργυρώνεις πολλές στιγμές αγωνίας κι αμφιβολίας για μικρές στιγμές χαράς, δεν μπορεί παρά να ‘ναι ψυχοφθόρο. Έχεις κουραστεί από ανθρώπους που δεν ξέρουν τι θέλουν, από παιχνίδια και στρατηγικές, από τυπάκια που θα σε θυμηθούν μόνο στα δύσκολά τους, μόνο όταν θα σε ‘χουν ανάγκη. Αποζητάς την αμοιβαιότητα. Τη σιγουριά πως κάποιος, έστω κι από μακριά, έστω κι αθόρυβα, είναι εκεί και σε νοιάζεται.

Δίνεσαι και βοηθάς, αλλά θέλεις αυτό να ‘χει κάποιον αντίκτυπο, έστω και το αυτονόητο, το να ξέρεις τι πραγματικά συμβαίνει σε μία σχέση. Άλλωστε, έχεις δικαίωμα να ξέρεις, χωρίς να νιώθεις ότι θα πρέπει να πιέσεις ή να κοπιάσεις υπερβολικά γι’ αυτό. Αποζητάς κάποιες σταθερές, τα πέρα-δώθε σε κούρασαν.

Πες μου, λοιπόν· μένεις ή φεύγεις; Να μείνω ή να φύγω; Κουράστηκα!

Συντάκτης: Βάσω Τεμπέλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη