Εριστικοί, μικροί διαόλοι οι δείκτες του ρολογιού χτυπούν με μανία.

Εκεί, να σου υπενθυμίζουν πως περνάει ο χρόνος. Κι αυτός ο θόρυβός τους, τόσο αποκρουστικός. Ένας απλός ήχος είναι μόνο, κι όμως στα αυτιά σου φτάνει ουρλιαχτό.

Επτά ώρες. Κάμποσα λεπτά. Κάτι δευτερόλεπτα. Χώρια.

Τα μετράς και στέκεσαι εκεί, αποσβολωμένη.  

«Μαζί και στο μαζί, μαζί και στο χωρισμό». Έτσι είχατε πει κάποτε, όμως αυτά είναι παραμύθια παυσίπονα για να γλυκαίνεται λίγο ο φόβος της απώλειας, για να χρυσώνεται το χάπι του αποχωρισμού, για να αισθάνεστε ουσιαστικά καλά εκείνη τη στιγμή.

Και όμως, το «ουσιαστικό» και η στιγμή δεν πάνε πακέτο. Στα μάθανε λάθος.

Ίσως να το «σπάσατε» γιατί το πάθος πήγε περίπατο, και η μεταξύ σας ερωτική ή σεξουαλική χημεία εξατμίστηκε, ίσως οσμίστηκες γοητεία σε νέο αίμα, ίσως απλά να μην πήγαινε άλλο.

Από την άλλη μπορεί να φεύγει Αγγλία, μόνιμη ζωή και εργασία, και να μη μπορείς να ακολουθήσεις ή να μην ήταν και τόσο πιστός όσο νόμιζες τελικά. Μπορεί βέβαια εσύ να μην ήσουν η πιστή και οι τύψεις να σε έτρωγαν μέρα-νύχτα ώστε αποφάσισες να το διαλύσεις. Γιατί όπως λέει κι η φίλη μου η Λορένα «ό,τι δε λύνεται, κόβεται».

Πολλά «μπορεί» λοιπόν, πολλά «ίσως», άλλα τόσα «μάλλον» και χίλιες δύο υποθέσεις. Παίζοντάς το για ακόμα μια φορά η ορθολογίστρια της υπόθεσης και «μαθηματικό μυαλό» θα σου πω πως σημασία έχει το αποτέλεσμα: χώρια λοιπόν.

Εγώ το λέω καινούρια ζωή, την ίδια στιγμή που εσύ το χαρακτηρίζεις «ανούσια συνέχεια». Το ξέρω, είναι νωρίς ακόμα. Αλλά το έχω δει ουκ ολίγες φορές το έργο αυτό και οι τίτλοι τέλους πάντα πέφτουν αργά και βασανιστικά.

Δεν πρόλαβες ποτέ να καταλάβεις γιατί τελείωσε. Ψάχνεις λόγους, αιτίες, αφορμές. Βουρλίζεσαι, αγχώνεσαι, ματώνεις και παραπατάς κι έρχεται η ώρα που θα βρεθείς σε κάτι σκοτεινά στενά στο Κουκάκι τρείς το πρωί με μια μπύρα σχεδόν άδεια στο χέρι να σιγοτραγουδάς «Μια φορά μου ‘χες πει δε μπορεί θα το νοιώσανε κι άλλοι, πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη…»

Και μετά σπίτι, μπροστά από μια μόνιμα ανοιχτή τηλεόραση. Να μπουκώνεις αηδίες, γιατί θες να ξεχαστείς και να ξεχάσεις. Να τον ξεχάσεις. Τον κύριο που σου είχε κάνει δώρο αυτό το υπέροχο πορτατίφ με τη ροζ πεταλούδα, απέναντί σου στο χαμηλό το τραπεζάκι. Σε κάτι γενέθλια στο είχε αγοράσει και σου χε πει ψιθυριστά στο αυτί «πετάω μαζί σου.. χρόνια πολλά!» και μετά σου έκανε γλυκό έρωτα.

Πίνεις μια ακόμα γουλιά κόκκινο κρασί. Δε θες να θυμάσαι. Είσαι ήδη στο δεύτερο μπουκάλι. «Γαμώτο, κι αυτός κόκκινο έπινε. Γαμώτο!» Και το φτύνεις στη μοκέτα. Κάποτε επιβάλλεται να βάλεις μια τάξη σε αυτό το αχούρι, που ονομάζεις σπίτι. Το ξέρεις, έτσι;

Θολώνεις. Αποσβολωμένη στο τηλεοπτικό χαζοκούτι, βλέποντας τηλεμάρκετινγκ πια –είναι περασμένες πέντε- δεν αντέχεις και ανοίγεις το κλειστό σου κινητό. Είχες υποσχεθεί στον εαυτό σου πως δε θα το κάνεις. Περιμένεις κάποια ώρα. Τίποτα.

Τέσσερα ηχητικά μηνύματα από την κολλητή σου, εφτά κλήσεις από τη μάνα σου και ένα «Μου λείπεις, καλή ζωή» εκείνου.

«Τι καλή ζωή, ρε ξεφτίλα; Σε ποιόν μιλάς; Ποιος σου λείπει ρε διάολε; Άσε με να πονέσω όπως μόνο εγώ ξέρω. Αν ήθελες εδώ θα ήσουν, δίπλα μου, μαζί μου. Μαζί και στο χωρισμό δεν είχαμε πει; Λόγια πεταμένα. Μαλάκα. Μου λείπεις γαμώτο, μου λείπεις. Σ’ αγαπάω. Γαμώτο». «Είσαι λιώμα» απαντάει και στο κλείνει στα μούτρα.

Τελείωσε. Πάρε το χαμπάρι.

Πού πήγε η αξιοπρέπειά σου, άνθρωπέ μου; Σπας με τα ίδια σου τα χέρια το ποτήρι που κρατάς. Ουρλιάζεις. Χτυπάς τους τοίχους. Είσαι σε ακόμα ένα παραλήρημα. Τις τελευταίες μέρες, έγινε συνήθεια. Αυτό και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια σου. Αφήνεσαι. Η μπανιέρα σου έχει τρεις μέρες να σε δει και στη δουλειά αναρωτιούνται όλοι πού χάθηκες κι αν είσαι καλά.

Ψάχνεις το προφίλ του στο Facebook. Ακόμα μια κατασκοπεία, χωρίς αποτέλεσμα. Δεν έχει ανεβάσει τίποτα μέρες τώρα.

Η πλάκα είναι πως ποτέ κανείς δε θα μπορούσε να σε φανταστεί drama queen. Όταν κλείνει μια πόρτα ωστόσο, ποτέ κανείς δε ξέρει τι κρύβεται από πίσω και πώς μπορεί να βιώνεται ένας μικρός θάνατος. Ένα χωρισμός.

Δεν έχει να κάνει με ετικετοποίηση η κατάσταση αυτή, φίλοι μου. Είναι αυτή η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωής, «θανάτου» και κενού. Είναι σαν κύκλος.

Ο θάνατος γεννάει ζωή και η ζωή, μικρούς αναπάντεχους θανάτους. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, αιωρείται το κενό. Ναι, αυτό που υπάρχει στη ψυχή σου.

Αναρωτιέσαι πού πήγε η αξιοπρέπειά σου. Κι εγώ αυτό αναρωτιέμαι μαζί με σένα. Κάπου στο σκοτάδι πρέπει να χάθηκε, στο κόκκινο κρασί και στους σταματημένους πλέον δείκτες του ρολογιού. Θα την ανακτήσεις όμως. Δηλώνω σίγουρη γι’ αυτό και σε εμπιστεύομαι.

Δεν πάει να είσαι ο πιο σκληρός άνθρωπος του κόσμου, ο πιο φαινομενικά «ανέγγιχτος», ο πιο δυνατός;

Τα δεδομένα του έρωτα πάντα σε αλλάζουν. Όπως και του χωρισμού. Γιατί, όσο δυνατά τα συναισθήματα του πρώτου, άλλο τόσο και του δεύτερου.  

Ο χρόνος είναι ο καλύτερος δάσκαλος, το ξέρεις. Ίσως ποτέ δε ξεχάσεις. Αργά, ή γρήγορα όμως θα ξεπεράσεις. Θα «ζυμωθείς» από την αρχή, θα λάμψεις, θα ζωντανέψεις και φυσικά θα βρεις ξανά τον αυτοσεβασμό και τη χαμένη σου αξιοπρέπεια.

Είναι μπόρα, θα περάσει. Σε εμπιστεύομαι.

Συντάκτης: Μάρη Γαργαλιάνου