Η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι: «Βρε ‘σεις, έχετε κανονίσει τίποτα γι’ αύριο;». Κι είναι αυτή η φαινομενικά απλή ερώτηση που στη συνέχεια θα φέρει τα πάνω κάτω σε όλη την παρέα. Γιατί δε μιλάμε για μια σύντομη συζήτηση για την αυριανή έξοδο… Όχι, δεν τίθεται κανένα απλό ζήτημα. Πιο πολύ θυμίζει πολιτική διαβούλευση παρά κοινή προσπάθεια συνεννόησης, διότι έχουμε να κάνουμε με άτομα αναποφάσιστα. Κι όταν στη σύσταση μιας παρέας δεν υπάρχει έστω ένας που να παίρνει πρωτοβουλίες, άντε να βγάλεις άκρη…

Η πρώτη μάχη θα δοθεί για το είδος της εξόδου. Κατευθείαν στα βαθιά, λοιπόν, με τους μισούς να συμφωνούν πως ένα χαλαρό ποτάκι είναι ό,τι πρέπει και τους υπόλοιπους να αδημονούν για ξενύχτι σε κλαμπ. Μερικές ώρες και δεκάδες μηνύματα αργότερα κι επιτέλους ανακωχή με την εύρεση της χρυσής τομής: πρώτα χαλαρό ποτάκι και μετά όσοι αντέχουν θα συνεχίσουν μέχρι πρωίας. Όλα καλά κι όλα ωραία, ώσπου κάποιος να στείλει το πλέον άκυρο μήνυμα στην ομαδική συνομιλία. «Μήπως το ψήνετε καλύτερα να πάμε σινεμά;». Κι άντε τώρα να τα βρείτε πάλι απ’ την αρχή, με τον καθένα να έχει ενδόμυχα τη δική του προτίμηση, ωστόσο να επιμένει ότι «δεν έχει πρόβλημα» στην ερώτηση του «τι θέλετε να κάνουμε τελικά;».

Και πες ότι με τα πολλά τα καταφέρνετε να επιλέξετε στιλ διασκέδασης. Το μαγαζί στο οποίο θα καταλήξετε, όμως, παραμένει άλυτο μυστήριο. Εκεί τα ενδεχόμενα είναι δύο. Είτε γίνεται νύξη εξαρχής κι έπειτα από τετρακόσια τριάντα εφτά μηνύματα, οκτώ επιχειρήματα απ’ τον καθένα και τουλάχιστον είκοσι πέντε «δεν ξέρω, τι λέτε;» η επιλογή θα γίνει επιτέλους από κάποιον ελάχιστα πιο αποφασισμένο κι εκνευρισμένο απ’ την παντελή έλλειψη συνεννόησης.

Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι να συμφωνήσετε στο ότι «θα δούμε επιτόπου τι παίζει και θα πάμε σε όποιο μαγαζί μας αρέσει περισσότερο». Αυτό κι αν είναι τρομακτικό σενάριο. Μόνο και μόνο ο ποδαρόδρομος που θα ρίξετε για να ελέγξετε την κίνηση σε κάθε μαγαζί, τα «μήπως να δούμε και στο άλλο καλύτερα;» που θα σας κοστίσουν σε χρόνο τουλάχιστον μισής ώρας… Και η κατάληξη, σύμφωνα με το μισητό νόμο του Murphy, θα είναι να επιστρέψετε αποφασισμένοι στο πρώτο μαγαζί που επισκεφτήκατε για να το βρείτε γεμάτο.

Ο χείριστος δε εφιάλτης κάθε παρέας αναποφάσιστων είναι οι διακοπές. Ιδού το ερώτημα: πώς κανονίζεις προορισμό, όταν ο ένας προτιμά θάλασσα, ο άλλος βουνό, οι μισοί ψηφίζουν Ελλάδα, οι άλλοι μισοί εξωτερικό, το πολυταξιδεμένο Μαράκι έχει πάει σε κάθε πιθανό κι απίθανο μέρος, ενώ ο Κωστάκης φοβάται τα πλοία και τα αεροπλάνα; Και τι θα αποφασιστεί άραγε στο τέλος, όταν το κάμπινγκ έχει ισοβαθμία με το ξενοδοχείο, πολύ απλά επειδή οι περισσότεροι δεν έχουν καν άποψη και «ψήνονται και με τα δύο»;

Κάθε απόφαση σε μια τέτοια παρέα είναι εξουθενωτικός μαραθώνιος. Από ένα φαινομενικά αστείο δίλημμα έως πιο σοβαρές αποφάσεις, απαιτεί χρόνο και γερά νεύρα η συνεννόηση. Μπορεί, για παράδειγμα, να στηθεί ολόκληρο δημοψήφισμα για το αν θα παραγγείλετε τελικά πίτσα, κρέπες ή σουβλάκια, παρότι όλοι σας πεινάτε υπερβολικά και θα τρώγατε οτιδήποτε. Ή είναι πολύ πιθανό στην καφετέρια ο σερβιτόρος να κουνήσει ουκ ολίγες φορές αποδοκιμαστικά το κεφάλι του, αφού τον ενημερώσετε για τρίτη φορά να επιστρέψει σε λίγο, διότι «δεν έχετε αποφασίσει τι θα πάρετε ακόμα». Ε ναι, λογικό, ο άνθρωπος δεν ξέρει πως και μόνο το γεγονός ότι αποφασίσατε σε μόλις πέντε λεπτά σε ποιο τραπέζι θα κάτσετε είναι άθλος.

Το πράγμα δυσκολεύει όταν οι αποφάσεις είναι σημαντικότερες. Εκεί πρέπει αναγκαστικά κάποιος να εκφράσει φωναχτά τη γνώμη του και να αφήσει πίσω του τη ζυγαριά με τα υπέρ και τα κατά της εκάστοτε επιλογής. Αυτός ο κάποιος δεν είναι σχεδόν ποτέ το ίδιο πρόσωπο, γιατί ας μη γελιόμαστε, όλοι είστε εξίσου αναποφάσιστοι. Πάλι καλά που υπάρχουν και αυτές οι εξάρσεις πρωτοβουλίας, αλλιώς πάλι μια τρύπα στο νερό θα γινόταν για την ομάδα.

Στο τέλος της ημέρα, όμως, δεν υπάρχει περίπτωση να μη γελάσετε με τα χάλια σας και να δώσετε ραντεβού για τον επόμενο εφιαλτικό γύρο αποφάσεων. Άλλωστε, αναποφάσιστοι ενωμένοι, ποτέ νικημένοι!

Συντάκτης: Χρύσα Παναγοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη