Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 90. Μια δεκαετία που αποτελεί για κάποιους μια απλή χρονική περίοδο στη ζωή τους, για κάποιους άλλους μια αδιάφορη δεκαετία αφού δεν έχουν ζήσει σ’ αυτή και δεν τους ακουμπά και για μερικούς η δεκαετία «μητέρα» στην οποία έκαναν τα πρώτα τους βήματα κι έλαβαν τα πρώτα τους ερεθίσματα.

Για μερικούς από εμάς η δεκαετία αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μοναδικά ξεχωριστή. Αυτή μας γαλούχησε, αφήνοντάς μας μνήμες χαραγμένες στο μυαλό κι αναλλοίωτες στο χρόνο.

Τι να πρωτοθυμηθούμε όμως; Αν κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, θα πετύχουμε τους εαυτούς μας να χορεύουν στους  ρυθμούς του Μακαρένα, της Britney Spears, της Βανδή και του Λεμπέση, ακούγοντάς τους στα γουόκμαν με τις λατρεμένες μας κασέτες πρώτα και στα ντίσκμαν αργότερα.

Θα τους βρούμε να παρακολουθούν ανελλιπώς από τα αγαπημένα «παιχνίδια χωρίς σύνορα» ως τα ελληνικά σίριαλ μεταξύ των οποίων «Πάτερ ημών, «Εγκλήματα» και «οι Μεν και οι Δεν» αλλά και τα μεξικάνικα με τη «Μαρία της Γειτονιάς» να πρωτοστατεί. Γελώντας με τα «φιλαράκια», κλαίγοντας με το ερωτικό ρομάντζο του Τιτανικού.

Ύστερα θα θυμηθούμε τότε που φτιάχναμε τα σπίτια για εμάς, ή αλλιώς τις «καλύβες» όπως τις αποκαλούσαν οι μεγάλοι, πάνω στα δέντρα στις γειτονιές και τρέχαμε ανέμελα στις αλάνες, παίζοντας πότε με τις τάπες των πόκεμον, πότε με το φιδάκι σε κάποιο από τα αθάνατα μοντέλα της Nokia ή το gameboy.

Κάπου εκεί έκαναν την εμφάνισή τους και τα «Roller Blades», τα πατίνια ελληνιστί. Λίγο πριν, λίγο μετά δεν έχει σημασία. Το μόνο που είχε σημασία είναι που επέστρεψαν και είχαμε την ευκαιρία να τα γνωρίσουμε κι εμείς. Και μας άλλαξαν τη ζωή. Τουλάχιστον έτσι το βλέπαμε μες στην αθωότητά μας τότε.

Το γεγονός ότι μπορούσες να έχεις ροδάκια στα πόδια σου, τα οποία σου επέτρεπαν να κυλήσεις γρήγορα, έμοιαζε στα μάτια μας με κάτι τέλειο! Και μόνο η ιδέα μας ενθουσίαζε. Πώς οι μεγάλοι είχαν τα αυτοκίνητα; Έτσι κι εμείς βλέπαμε τα πατίνια. Σοβαρά, όχι αστεία. Ήταν το δικό μας μέσο και δεν ήταν λίγο πράμα. Αν μπορούσαμε να το θέσουμε έτσι τότε, θα το αποκαλούσαμε το «κλειδί» για την ανεξαρτησία μας. Έτσι φαινόταν τουλάχιστον στα μάτια μας.

Ωστόσο ήταν ένα μέσο για τους τολμηρούς και σίγουρα όχι γι’ αυτούς που φοβόντουσαν να δοκιμάσουν μήπως πέσουν, κάνοντας πίσω. Γιατί όσοι δεν έπεσαν, δεν έμαθαν. Όπως και το ποδήλατο κι αυτά. Αν δεν πέσεις, δε θα μάθεις.

Μόνο που τα φορούσαμε νιώθαμε ότι βγάζουμε φτερά και πετάμε, ότι είμαστε φοβεροί και τρομεροί. Κι ήταν τόσο ωραία η αυτοπεποίθηση που νιώθαμε εκεί πάνω, σαν να είχαμε τα πράγματα στο χέρι μας κι όλο τον έλεγχο φυσικά, μέχρι να τρώγαμε καμιά τούμπα και να προσγειωθούμε ανώμαλα.

Πόσες φορές δεν φάγαμε τα μούτρα μας πάνω σε αυτά; Δεν ήρθαμε μούρη με μούρη με κανένα τοίχο ή με άλλους επιβάτες πατινιών πάνω στην προσπάθειά μας; Δεν γκρεμοτσακιστήκαμε στα καλά του καθουμένου από μια τόση δα στιγμή που μπορεί να χάσαμε την ισορροπία μας; Και πόσες άλλες που χεστήκαμε από το φόβο μας, γλιτώνοντας στο τσακ από ένα πέσιμο που θα μας έμενε αξέχαστο!

Να μας φωνάζουν οι γονείς μας από τη μια να σταματήσουμε και τα πόδια μας από την άλλη να μη λένε να ακολουθήσουν.

Στιγμές ξέγνοιαστες, ανάλαφρες. Άλλοτε ξεκαρδιστικές κι άλλοτε οδυνηρές. Μα πάνω απ’ όλα μοναδικές. Και δεν μπορούμε παρά να τις νοσταλγούμε, νιώθοντας αυτό το γλυκό τσίμπημα στο στομάχι κάθε φορά που κοιτάμε παλιές φωτογραφίες απ’ αυτήν την εποχή.

 

Eπιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Βιτετζάκη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Σταυρούλα Βιτετζάκη