Μετά το σφύριγμα του συρμού οι πόρτες κλείνουν. Το σήμα για το επόμενο δρομολόγιο μόλις έπεσε. Βαγόνια με χιλιάδες ανθρώπους ημερησίως στις πλάτες τους εκτελούν τη συνηθισμένη διαδρομή. Επόμενη στάση: Σύνταγμα. Κορμιά σε απόσταση αναπνοής, στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να τους συνδέει καμία αλληλεπίδραση. Όλοι εκεί σαν ένα. Σαν μια ομάδα που κάνει από κοινού κάτι για να επιτευχθεί ένας στόχος. Κι όμως, ο καθένας είναι εκεί για τον εαυτό του, έχοντας ξεχωριστό προσωπικό προορισμό, χωρίς να νοιάζεται για το πού πάνε οι άλλοι.

Είμαστε τόσο κοντά, μα τόσο μόνοι. Ίδιοι, μα κι επαναστατικά διαφορετικοί, αγνοώντας πεισματικά να αντιληφθούμε το δεύτερο. Σαν μικρές κουκκίδες εναέριας θέασης, που όσο κι αν ζουμάρεις πάνω τους, κουκκίδες θα παραμείνουν. Κουκκίδες που κάνουν αυτοματοποιημένα τη δουλειά τους, κερδίζοντας άξια τον τίτλο ενός καλά προγραμματισμένου ρομπότ και μένοντας μόνο στην επιφάνεια που συναντούν.

Είμαστε τόσο ελεύθεροι, μα και τόσο φυλακισμένοι. Βρισκόμαστε πίσω απ’ τα σίδερα της ίδιας μας της φυλακής που έχουμε σηκώσει για προστασία, κρατώντας τα με όση περισσότερη δύναμη μπορούμε. Και τελικά, προσπαθώντας να προστατευθούμε, αποτύχαμε να βρούμε το δρόμο προς την έξοδο. Όχι γιατί δεν μπορούμε, αλλά γιατί φοβόμαστε. Φοβόμαστε να εκτεθούμε σ’ αυτό που διαχρονικά πίσω μας αφήσαμε.

Ξεχάσαμε τι θα πει ανθρώπινη επαφή. Να επικοινωνείς έστω με τα μάτια με τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου. Όλοι εξαρτημένοι πάνω απ’ μια οθόνη, όπου τα δάχτυλά μας μάς τροφοδοτούν με λίγη ουσία. Μια ουσία που έχουμε χτίσει για να μπορούμε να ξεφεύγουμε για λίγο στα κλεφτά απ’ ό,τι κάναμε να μας ορίζει σήμερα.

Βουβές ανθρώπινες υπάρξεις καταντήσαμε πάνω σε δύο ράγες που κρατούν με επιτυχία τις πέντε τους αισθήσεις σβηστές για ισορροπία. Αρπάξαμε φευγαλέα έναν τυχαίο μαρκαδόρο απ’ την κασετίνα, χωρίς να δώσουμε σημασία στο χρώμα. Βάψαμε την ψυχή άρον-άρον για να δείξουμε πως κουβαλάει πάνω της θέληση για ζωή, χωρίς να δούμε πως τη μετατρέψαμε σε μια γκρίζα επιφάνεια. Μια θέληση που είναι πιο ψυχρή κι απ’ το θάνατο.

Βλέμματα καρφωμένα στο ρολόι χειρός να κοιτούν την ώρα μανιωδώς μέχρι τη στιγμή της αποβίβασης. Ψυχές που χορεύουν, κάνοντας φιγούρες στο απέραντο κενό, στο οποίο έχουν πέσει και χέρια που παίζουν μεταξύ τους, δείχνοντας τη νευρικότητα που έχει διοχετεύσει ο εγκέφαλος για να τροφοδοτήσει το σώμα με λίγη αίσθηση συντροφιάς. Αυτό είναι το σήμερα που δημιουργήσαμε. Αυτή είναι η μεγαλούπολη κι αυτοί οι άνθρωποί της. Είναι τόσο σκοτεινή όσο το μέγεθός της. Τα φώτα της στους δρόμους αναμμένα τη νύχτα να της κρατούν παρέα κι οι άνθρωποι μονίμως κρυμμένοι στο σκοτάδι.

Μας κούρασαν τα βαγόνια γεμάτα με ανθρώπους άδειους. Μας έλειψαν οι συζητήσεις που ξεκινούν αυθόρμητα από ένα «Συγγνώμη, δε σας είδα», χαμόγελα αμηχανίας, επειδή συνάντησαν τυχαία αυτό το πρόσωπο μέσα στο βαγόνι που τους ταρακούνησε, γέλια και πειράγματα, χωρίς ακριβή λόγο, από μια πρόφαση αρκετή να φέρει τους ανθρώπους κοντά.

Λυπηρό μέσα στο χάος της τόσης ύπαρξης να διακρίνουμε μόνο την πρόωρη άδοξα ολοκλήρωσή της. Δε γίνεται να συγκροτούμε μια κοινωνία χωρίς να κοινωνούμε. Δε γίνεται να υπάρχουμε απλώς για να αναπνέουμε. Μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός κι αν πρόκειται για θεό ή θηρίο, όπως είχε πει ο Αριστοτέλης.

Η ώρα της αποβίβασης έφτασε. Στέκομαι στη μέση της αποβάθρας, αφήνοντας το πλήθος ανθρώπων να ρέει από δίπλα μου. Να είχα λίγη χρωματιστή σκόνη, να την πετάξω ψηλά να λερώσει την άχαρη κορμοστασιά όσων περνούν πριν χαθούν στους δρόμους της πόλης.

Βάζοντας στην ψυχή μας λίγο χρώμα, ίσως να μπορέσουμε να την εκτροχιάσουμε απ’ τη σιγουριά και να παραδοθούμε σε λίγη αστάθεια. Είναι όμορφο να ισορροπείς, αλλά η αστάθεια είναι πιο γοητευτική στο να την ζήσεις. Ας βρούμε αυτό που διαχρονικά αφήσαμε να χαθεί κι ας ξεκινήσουμε πάλι απ’ την αρχή, με μια αφετηρία κι έναν προορισμό που θα είναι κοινός για όλους μας.

Συντάκτης: Βάιολετ Τζιβρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη