Διανύοντας αισίως τον 21ο αιώνα, είναι καρατσεκαρισμένο πια πως πολλοί άνθρωποι διαθέτουν το «προσόν» της γκρίνιας. Μια κατ’ ανάγκη συνθήκη, την οποία οι απανταχού άνδρες και γυναίκες έμαθαν να αγαπούν και να ζουν με αυτή, όσο και στερεοτυπικό να ακούγεται.

Άλλοι μουρμουρίζουν περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Είναι κι εκείνοι όμως που το κάνουν ακατάσχετα κι από εκεί που δεν το περιμένεις, βρίσκεται παγιδευμένος σε μια παρανοϊκή κατάσταση, την οποία, μάταια, προσπαθείς να επιλύσεις ορθολογιστικά.

Ο μέσος γκρινιάρης φροντίζει να κρύβει καλά το εν λόγω χαρακτηριστικό και ξεκινάει να το εκδηλώνει σε ανύποπτο χρόνο και με γεωμετρική πρόοδο. Δε σου περνάει από το μυαλό όταν τον γνωρίζεις και ξεκινάς μια κοινή ερωτική πορεία μαζί του, πως μέσα του ελλοχεύουν τόσα αποθέματα συναισθηματικής κατήφειας.

Στην αρχή το θεωρείς χαριτωμένο, αλλά στην πορεία τα παραπονάκια ξεφυτρώνουν παντού και με το παραμικρό, κατακλύζοντας την καθημερινότητά σας.

Μπορεί να αφορούν τα πιο ασήμαντα πράγματα, μπορεί τα πιο σημαντικά. Αφορμές θα βρει πάμπολλες ούτως ή άλλως. Διότι το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί να μη γκρινιάξει. Είναι στη φύση του και από αυτό περιέργως λαμβάνει ενέργεια, αντιστρέφοντας τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης.

Τη μια θα κρυώνει, την άλλη θα ζεσταίνεται. Όταν έχει δουλειά στο γραφείο θα μουρμουρίζει, όταν δεν έχει θα βαριέται. Σπάνια θα απολαύσει το φαγητό του, μιας και όλο και κάτι θα βρει να προσάψει στη γεύση. Κανένα bar δεν τον ευχαριστεί, καμία ταινία δεν είναι αρκετά καλή, όλοι οι φίλοι του τον απογοητεύουν κατά καιρούς, ενώ στο σεξ σπάνια περνάει καλά.

Είναι ο πρώτος που θα κακολογήσει αυτόν που θα μπει σφήνα στην ουρά, αλλά με την πρώτη ευκαιρία κάνει το ίδιο. Βρίζει ολημερίς τα βύσματα, έχοντας όμως τον πόθο να διοριστεί και εκείνος από κάποιο πολιτικό μέσο. Γενικά, θα έλεγε κανείς, πως η μουρμούρα αποτελεί το χόμπι του.

Στην πορεία μάλιστα, η γκρίνια εξαπλώνεται και πάνω σου. «Δε μου αρέσει αυτό που φοράς», «Σταμάτα να τρως αυτές τις αηδίες», «Γιατί σε κοίταξε περίεργα αυτός/αυτή;», «Τι είναι αυτή η μαλακία που με έφερες;», «Αυτοί είναι οι φίλοι σου;» και τα λοιπά, με τα παραδείγματα να πληθαίνουν με το πέρας του χρόνου που είσαι μαζί του.

Το επόμενο βήμα είναι τα συχνά πυκνά καβγαδάκια με λογής αφορμές, τα οποία πάντα θα καταλήγουν σε εκτεταμένο κατσούφιασμα, με μόνη πιθανή λύση να κάνεις εσύ το πρώτο βήμα.

Ακόμα κι αν δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για να μαλώσετε, εκείνος θα βρει, κι αν δεν τα καταφέρει να σκαλίσει κάτι, τότε η απουσία προβλήματος θ’ αποτελέσει έναυσμα για τη δημιουργία του.

Επίσης, αν υποπέσετε στα ίδια λάθη, η καμπάνα θα είναι πιο βαριά για σένα. Οι κανόνες δεν ισχύουν εξίσου και για τους δύο, ενώ η συνήθης απάντηση στο εύλογο ερώτημα «μα, αφού κι εσύ» είναι η «άλλο εγώ! δεν είναι το ίδιο». Παντού θα υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, διότι πολύ απλά, εκείνος δεν έχει ποτέ άδικο. Μόνο εσύ! Deal with it. Κι άπαξ και θεωρεί πως φταις για κάτι, φταις. Τελεία, παύλα και διπλό θαυμαστικό.

Οι πιο επιρρεπείς στην γκρίνια αναμφίβολα είναι τα κακομαθημένα αγόρια και κορίτσια, των οποίων οι γονείς και οι πρώην δεν τους χαλούσαν χατίρι. Εφόσον συνήθισε λοιπόν έτσι, λογικό είναι να θέλει να περνάει πάντα το δικό του.

Σε γενικές γραμμές, θεωρεί πως είναι το επίκεντρο του κόσμου και ό,τι κι αν γίνεται στο σύμπαν, έχει αντίκτυπο στον ίδιο. Γι’ αυτό και ουδέποτε θα παραδεχτεί τυχόν ατοπήματα, μιας και στο μυαλό του είναι τέλειος, όντας όμως παράλληλα άτυχος, διότι βρίσκεται σε ένα κόσμο που οι υπόλοιποι κάνουν λάθη και συνάμα τα πάντα πηγαίνουν στραβά. Έρμαιο δηλαδή μιας δυσλειτουργικής κοινωνίας που μάταια προσπαθεί να αλλάξει με τον τρόπο του.

Κι εσύ το άμοιρο, που για δικούς σου λόγους επιμένεις να είσαι μαζί με αυτόν τον άνθρωπο, θα γίνεις πιο συγκαταβατικός και θα πηγαίνεις με τα νερά του. Βέβαια, αλίμονο αν όντως κάνεις κάτι κακό. Διότι όσο και να προσπαθείς μετά, όσο και να το παραδέχεσαι, το πλοίο της κακομουτσουνιάς έχει σαλπάρει και είναι άγνωστο το πότε θα ρίξει άγκυρες, όντας έτοιμο να σε συγχωρήσει. Εκατό συγγνώμες να ζητήσεις, χίλιες θα περιμένει αυτός. Το πρώτο βήμα πλέον δεν έχει την ίδια ισχύ, μιας και θεωρείται δεδομένο. Κι όσο πέρα και να κάνεις τον εγωισμό σου, εκείνου θα πολλαπλασιάζεται.

Κοντολογίς, με τον καιρό η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη και παρά την καλή σου θέληση, φτάνεις στο σημείο να αρχίζεις να έχεις το ύφος «ναι, ό,τι πεις», αδιαφορώντας για την ουσία, ενώ προκειμένου να γλιτώσεις γκρίνια, καβγάδες και κρεβατομουρμούρα, θα αποκρύπτεις οποιαδήποτε πληροφορία, μικρή ή μεγάλη, που μπορεί να πυροδοτήσει τα παραπάνω πάθη.

Φυσική απόρροια των παραπάνω είναι μια ακόμη, μεγαλύτερη ίσως, αψιμαχία, όταν με κάποιο τρόπο μάθει πως δεν ήσουν ειλικρινής μαζί του και ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί έως ότου καταλάβεις πως τέτοιοι χαρακτήρες δεν αλλάζουν, είτε τους πάρεις με το καλό, είτε με το κακό. Το αποτέλεσμα πάντα θα σε κάνει να αναρωτιέσαι τι κάθεσαι και κάνεις με αυτό το άτομο.
Η μόνη περίπτωση να στρώσει, είναι μια σφαλιάρα. Όχι από αυτές που παραπέμπουν σε χειροδικία. Από εκείνες τις συναισθηματικές εννοώ, που θα τον ξυπνήσουν.

Επειδή όμως σπάνια αλλάζει ο άνθρωπος, δύο ρεαλιστικές λύσεις υπάρχουν μόνο. Είτε κάνεις υπομονή, τρώγοντας παντόφλα και ρουφώντας το αυγό σου, ελπίζοντας πως θα έρθουν καλύτερες μέρες, είτε ρίχνεις μια μούντζα στο εαυτό σου για τον καιρό που χαράμισες και φεύγεις μακριά από την παράνοια, μπας και βρεις την ηρεμία σου.

Από όποια πλευρά και να το πάρεις, ένα είναι το πόρισμα: μη σου τύχει!

 

Συντάκτης: Στέφανος Στεφανόπουλος