Ήταν τρία χρόνια πριν όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Η ηλεκτρονική παρέα –που είχε δημιουργηθεί μέσα από ένα γκρουπ στα social media– τους έφερε πρόσωπο με πρόσωπο ένα βράδυ Παρασκευής, σ’ ένα κουτούκι του Πειραιά, στην πρώτη συνάντηση της παρέας, κάπου στις αρχές του καλοκαιριού.

Μάλιστα, είχαν έρθει κι από άλλα μέρη της Ελλάδας –όπως κι εκείνη– με αφορμή αυτή τη συνάντηση, γεγονός που την έκανε ιδιαίτερη, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι ουσιαστικά γνωριζόντουσαν χωρίς να έχουν ποτέ ιδωθεί, παρά μόνο από φωτογραφίες και πολλές διαδικτυακές συζητήσεις.

Η Μελίνα έβρισκε τον Λευτέρη όμορφο, τον είχε προσέξει άλλωστε κι απ’ τις φωτογραφίες που ανέβαζαν κατά διαστήματα στο γκρουπ, αλλά έλεγε και ξαναέλεγε πως δεν ήταν ο τύπος της.

Εκείνος γόης και γητευτής της ελληνικής γλώσσας από φυσικού του, μετρούσε στο βιογραφικό του αρκετές κατακτήσεις, χωρίς όμως να επενδύει συναισθηματικά. Για κάποιον ανεξήγητο, για εκείνον, λόγο έβρισκε τη Μελίνα γοητευτική αλλά μη προσεγγίσιμη, καθώς είχε κοφτερή γλώσσα και δεν άφηνε και πολλά στην κουβέντα να πέσουν κάτω.

Του άρεσε που ήταν έξυπνη κι ήθελε να συνομιλεί συχνά μαζί της, με αποτέλεσμα σ’ εκείνη την πρώτη τους συνάντηση να υπάρχει τόση κόντρα, ώστε η παρέα να ‘χει αρχίσει ήδη τα πειράγματα ότι, τάχα, οι μεγάλοι έρωτες ξεκινούν από μεγάλες αντιπάθειες. Γέλασαν πολύ όλοι μαζί εκείνο το βράδυ. Όταν ήρθε η ώρα να το διαλύσουν, δόθηκε το απαραίτητο ραντεβού της επόμενης μέρας για καφέ στα στενά της Πλάκας, έτσι ώστε να θαυμάσουν και την Αθήνα όσοι ήρθαν από αλλού.

Μόνο που η Μελίνα κι ο Λευτέρης δεν ήθελαν ακόμη να το διαλύσουν. Έτσι, εκείνος ανέλαβε να συνεχίσουν οι δυο τους πια τη διασκέδασή τους μ’ ένα τελευταίο ποτό στο στέκι του. Το ένα ποτό, όμως, έφερε το άλλο και τα πολλά τους βρήκαν στο ξενοδοχείο της Μελίνας, ανάμεσα σε πεταμένα ρούχα και βογκητά, να γεύονται ο ένας τη σάρκα του άλλου.

Το Σάββατο τους βρήκε αγκαλιά να χασκογελάνε και να σκέφτονται τι θα πει η υπόλοιπη παρέα και τι δούλεμα έχουν να τους ρίξουν. Οι επόμενες δύο μέρες κύλησαν σαν νερό. Η ατμόσφαιρα ήταν μαγική. Είχαν πιστέψει πως ο ένας βρήκε στον άλλον αυτό που αναζητούσε. Απλώς τους χώριζαν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, αλλά αυτό θα έβλεπαν αργότερα πώς θα το αντιμετώπιζαν.

Φεύγοντας η Μελίνα για να μπει στο αεροπλάνο για την επιστροφή στη βάση της, του είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου «Κανόνισε να σου τηλεφωνώ και να με συνδέεις με Κάιρο». Εκείνος της χαμογέλασε όλο νόημα και την αποχαιρέτησε με ένα παθιασμένο φιλί και την υπόσχεση πως θα πάει να τη δει το επόμενο σαββατοκύριακο. Άλλωστε, είχε ήδη ξεκαθαρίσει ότι με τα τηλεφωνήματα δεν τα πάει και πολύ καλά.

Η επόμενη εβδομάδα πέρασε χωρίς να έχουν επικοινωνήσει, ούτε ηλεκτρονικά ούτε τηλεφωνικά. Γνωστή για την περηφάνια της η Μελίνα μετά από τρεις-τέσσερις προσπάθειες που έκανε για να τον βρει, αποφάσισε πως αν ήθελε εκείνος, θα επικοινωνούσε. Το σαββατόβραδο τη βρήκε έξω με τις φίλες της, να περιγράφει αναλυτικά τα γεγονότα, αλλά και να διασκεδάζει ταυτόχρονα, αφού, όσο και να την ενοχλούσε, ήταν οπαδός του «άμα εσύ δε θέλεις μία, εγώ δε θέλω δέκα». Και κάπου εκεί χτύπησε το κινητό της.

«Ιδρωμένη ακούγεσαι» της είπε ο Λευτέρης.

«Ναι, μπορεί και να ‘μαι και να με ενοχλείς» απάντησε εκείνη, φανερά εκνευρισμένη.

Μετά από μια ολιγόλεπτη συζήτηση, εκείνη έκλεισε με νεύρα το τηλέφωνο κι εκείνος έμεινε με την εντύπωση πως αν τον ήθελε, θα του τηλεφωνούσε μόλις ηρεμούσε.

Κάπως έτσι πέρασαν τρία χρόνια χωρίς να έχουν επικοινωνήσει ξανά, αφού η ηλεκτρονική παρέα σιγά-σιγά διαλύθηκε και τους χώριζαν και κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα. Η Μελίνα είχε προχωρήσει, κι ήταν σε μία σχέση όπου όλα έδειχναν πως πήγαινε τουλάχιστον για συγκατοίκηση, κι ο Λευτέρης το ‘χε ρίξει στην πολλή δουλειά ενώ παράλληλα είχε και τις κατακτήσεις του, που άλλωστε ποτέ δεν του έλειψαν.

Ο εγωισμός τους κι οι ανασφάλειές τους δεν επέτρεψαν σε κανέναν να ρίξει τα τείχη που είχαν υψωθεί, έτσι ώστε να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα, παρά μόνο σκέφτονταν ο ένας τον άλλον συχνά και κάπου-κάπου πνιγόντουσαν κι οι δύο, άλλοτε από παράπονο κι άλλοτε από νεύρα.

Μέχρι που ένα συνέδριο, που γινόταν σε ουδέτερο έδαφος, έγινε η αφορμή να ξαναβρεθούν τυχαία την ώρα του πρώτου διαλείμματος για καφέ. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και πάγωσαν στον χρόνο κι οι δύο. Πέρασαν δυο-τρία λεπτά μέχρι να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον και να πουν, έστω, κάτι τυπικό.

«Γεια σου, Λευτέρη!» είπε με στόμφο η Μελίνα.

«Μελίνα! Τι ωραία έκπληξη να είσαι κι εσύ εδώ» απάντησε εκείνος εμφανώς σαστισμένος.

Αφού η αμηχανία δεν έλεγε να φύγει απ’ την παρέα τους κι επειδή χρειαζόντουσαν χρόνο κι οι δύο για να δουν πώς θα το διαχειριστούν όλο αυτό, συνεννοήθηκαν στο τέλος του συνεδρίου, τη μεθεπόμενη μέρα, να βρεθούν για ένα χαλαρό ποτάκι, να τα πουν.

Μπορεί να έδειχναν παγωμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, αλλά τα μάτια τους έβγαζαν φωτιές. Ήταν σαν ένα μαγικό χέρι να ώθησε και τους δύο να δηλώσουν συμμετοχή στο ίδιο γεγονός, την ίδια περίοδο. Ήταν σαν να έπρεπε να διαλυθούν τα σύννεφα πάνω από αυτή την ιστορία. Ήταν λες κι η ζωή ήθελε να τους ξαναφέρει κοντά.

Γιατί η ζωή ξέρει…

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη