Ο καιρός περνούσε. Πλέον η σχέση τους είχε περάσει σε άλλο επίπεδο. Προσπαθούσαν να οργανώσουν πρακτικά τα νέα τους δεδομένα. Η Σοφία θα μετακόμιζε στη Θεσσαλονίκη γύρω στο Πάσχα του νέου χρόνου που ήταν προ των πυλών. Καθώς όμως ο πατέρας της είχε ήδη αρχίσει να δείχνει τις προθέσεις του, ως προς την απόφασή τους και δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές, αποφάσισαν να επισπεύσουν τη μετακόμιση. Κι έτσι ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα του 2017. Μέσα σε έναν μόλις μήνα το σπίτι ήταν έτοιμο. Δεν μπορούσε να περιμένει ο Δημήτρης. Κάθε καθυστέρηση των μαστόρων των εξόργιζε. Μα δεν καταλάβαιναν ότι περίμενε τη γυναίκα του; Ότι έπρεπε να κάνουν γρήγορα; Τι περίμεναν!

28 Δεκεμβρίου 2017. Η πολυπόθητη και πολυαναμενόμενη μέρα της άφιξής της. Σαν να είχε τον ατέλειωτο εκείνη η μέρα. Η ώρα του φαινόταν χρόνος. Κι επιτέλους. Έφτασε. Πήγε να την πάρει από τον σταθμό των λεωφορείων. Τον περίμενε μαζί με τη Ρενέ. Το σκυλάκι της. Το παιδί της. Που πλέον ήταν και δικό του παιδί. Κι ας ήταν γατοπατέρας. Οι πρώτες τους μέρες συμβιώνοντας; Προσαρμογή κι αναδιοργάνωση. Ομολογουμένως δεν ήταν εύκολο. Της έλειπαν οι δικοί της, ήταν κι αυτός μοιρασμένος ανάμεσα στη Σοφία και τη μάνα του, που από τότε που έχασε τον πατέρα του, ίσως να την είχε κακομάθει λίγο, με την υπερπροστασία που της έδειχνε. Που και η μάνα του δεν ήταν πολύ δεκτική. Καχύποπτη κι αρνητική ως προς τη Σοφία, θα την έλεγες. Ποια είναι αυτή που θα της έπαιρνε το παιδί της; Κι εκεί ο Δημήτρης πολλές φορές το έχανε. Προσπαθούσε να μοιράσει τον εαυτό του ανάμεσα στις δυο. Ωστόσο το πάλευε.

12 του Γενάρη. Λίγες μέρες μετά την έλευση του νέου έτους, αρραβωνιάστηκαν και επισήμως. Σε μια συναυλία της ροκ μπάντας που είχαν πάει και στην Πάτρα. Το οργάνωνε εβδομάδες πριν. Η Σοφία κατάλαβε πως κάτι «έψηνε» ο Δημήτρης, αλλά δεν πήγαινε το μυαλουδάκι της. Ανεξίτηλη θα μείνει στο μυαλό του η έκπληξη στο προσωπάκι της όταν ανέβηκε στη σκηνή και την ρώτησε αν θα ήθελε να παίξουν μαζί το παιχνίδι της ζωής. Αντάλλαξαν τις βέρες τους και η μπάντα τους αφιέρωσε το ομώνυμο τραγούδι. Και πραγματικά η συναυλία εκείνη μετατράπηκε σε ένα πάρτι αρραβώνων, με ευχές και χειροκροτήματα. Σαν να συμμετείχε όλη η Θεσσαλονίκη στη χαρά τους.

Ο γάμος είχε οριστεί για περίπου ενάμιση χρόνο μετά. Αν και ο Δημήτρης θεωρούσε πως υπήρχε πολύς χρόνος μπροστά τους, η Σοφία επέμενε να διευθετούνται μια μια οι σχετικές υποθέσεις. Κι όπως κι έγινε. Σχεδόν τα πάντα ήταν τελειωμένα. Νυφικό, εκκλησία, προσκλητήρια. Ένα χρόνο μετά ο αέρας όμως, εκείνος που προμηνύει την καταιγίδα, είχε αρχίσει να φυσά. Είχε αρχίσει να απογοητεύεται. Μαζί του; Από τη ζωή τους στη Θεσσαλονίκη; Ήθελε να φύγουνε. Αυτός δεν το καταλάβαινε. Μια μέρα του ανακοίνωσε ότι θα επέστρεφε στην Πάτρα. Έπεσε να πεθάνει. «Μη στεναχωριέσαι», του έλεγε. «Θα συνεχίσεις εσύ εδώ να δουλεύεις, θα δουλέψω κι εγώ κάτω να μαζέψουμε χρήματα για το γάμο μας. Και το καλοκαίρι θα έρθεις κι εσύ. Για πάντα!».

Για πάντα. Αυτό το για πάντα, φάνταζε σαν η αρχή του τέλους. Κι ο Δημήτρης το ένιωθε. Φοβόταν. Ο επόμενος χειμώνας τους, πέρασε όπως το πρώτο τους φθινόπωρο. Τηλέφωνα, μηνύματα. Με μια τεράστια διαφορά, όμως. Η Σοφία είχε αρχίσει να φεύγει. Το Θεσσαλονίκη-Πάτρα, ο Δημήτρης το είχε κάνει να μοιάζει Λευκός Πύργος-Αριστοτέλους. Ή Ψηλαλώνια-πλατεία Γεωργίου αν προτιμάτε.

Ωστόσο κάθε φορά επέστρεφε πικραμένος. Κάθε φορά την έβρισκε και πιο απόμακρη. Κι αυτές οι νέες της παρέες, πόσο της είχαν φουσκώσει τα μυαλά. Θύμωνε η Σοφία. Τον έβρισκε καταπιεστικό το Δημήτρη. Γιατί δεν εκτιμούσε τις νέες της παρέες. Γιατί δεν ήθελε στη ζωή τους αυτούς που προσπαθούσαν να τους χωρίσουν. Στο μεταξύ ο πατέρας της ξαναμπήκε δυναμικά στο παιχνίδι. Της είχε εντοπίσει τον αντικαταστάτη του Δημήτρη. Ο Δημήτρης, όμως συνέχισε να ελπίζει. Φταίει η απόσταση. Όταν με το καλό ξανασμίξουν, όλα θα διορθώνονταν. Κι όλο μετρούσε τις μέρες μέχρι το καλοκαίρι που θα πήγαινε στην Πάτρα…για πάντα.

Ένα βράδυ, το τελευταίο βράδυ που περάσανε μαζί, του έλεγε για τα σχέδιά της. Τα δικά της σχέδια. Έλεγε, έλεγε. Κι ο Δημήτρης δεν άκουγε. Η συσσωρευμένη απογοήτευσή του ήταν έτοιμη να εκραγεί. Κι έγινε. Της ζήτησε να χωρίσουν. Δεν το εννοούσε βέβαια. Να την ταρακουνήσει ήθελε. Σε δυο μήνες θα μετακόμιζε στην Πάτρα. Σε τέσσερις θα παντρεύονταν. Αποφάσισε, λοιπόν, για τελευταία φορά να ασχοληθεί λίγο και μαζί του. Τον καλμάρισε, τον διαβεβαίωσε ότι όλα θα πάνε καλά και το συμβάν θεωρήθηκε λήξαν. Έτσι έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να είναι ήρεμος. Θα οδηγούσε όλο το βράδυ, για να είναι το πρωί Θεσσαλονίκη να πάει για δουλειά ώστε να συγκεντρώσουν χρήματα για το γάμο τους. Μη συμβεί τίποτα στο δρόμο και το είχε και τύψεις. Το γυαλί όμως είχε ραγίσει. Ή μάλλον είχε θρυμματιστεί. Και της είχε δώσει την καλύτερη πάσα για να το λήξει.

Από το επόμενο κιόλας πρωί, είχε αρχίσει να χάνεται. Δε σήκωνε τα τηλέφωνα, δεν απαντούσε στα μηνύματα κι όταν απαντούσε ήταν ψυχρή. Σαν να την ενοχλούσε. Η τελευταία ευχάριστη στιγμή ήταν μια φωτογραφία που του είχε στείλει. Κι αυτή μάλλον κατά λάθος. Προφανώς για αλλού ήταν να σταλεί. Και ήταν τόσο όμορφη. Η πιο όμορφη. Τρεις μέρες μετά του ζήτησε να χωρίσουν. Δεν άντεχε άλλο τη ζήλια του και την καταπίεσή του. Έτσι βαφτίστηκε η πίεση που του προκαλούσε η απόσταση που τους χώριζε, όσο αυτή έκανε τη ζωή της. Στο μεταξύ, ο εκλεκτός του πατέρα της, είχε μπει για τα καλά στη ζωή της. Όπως έχει ξαναειπωθεί σε αυτήν την ιστορία, μεγάλος ρουφιάνος το διαδίκτυο. Έξι μήνες μετά το χωρισμό τους, τελείως τυχαία πέρασε μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του η φωτογραφία μιας νύφης. Της πιο όμορφης νύφης που είδαν ποτέ τα μάτια του. Η Σοφία είχε παντρευτεί. Δίπλα της, ο εκλεκτός του πατέρα της. Πόνεσε πολύ.

5-3=1. Το λάθος. Ένα λάθος που δεν το κάνεις ούτε στο δημοτικό. Ένα λάθος που θα τον ακολουθεί σε όλη του την υπόλοιπη ζωή. Ένα λάθος που θα έδινε ό, τι είχε για να το ξανακάνει. Το πιο σωστό του λάθος. Κι έζησαν αυτοί καλά κι αυτός…

 

The end 

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου