«Θα σ’ αφήσω αγαπημένε μου. Θα σ’ αφήσω να ανασάνεις, θα σου επιστρέψω το χώρο που πήρα από τη ζωή σου. Και θα μ’ αφήσω και μένα, γιατί τελευταία με γέμισες κόμπους και ερωτηματικά. Σ’ αισθάνομαι μακριά από μένα, μακριά από μας. Και δεν μπορώ να σε ερμηνεύσω. Και ‘κείνα τα σ’ αγαπώ σου δε λέγονται πια. Και κείνα τα «μου λείπεις»  έχω καιρό να τ’ ακούσω. Και είναι άδικο να συντηρώ την ελπίδα μου πως κάνω λάθος. Πόσες φορές ευχήθηκα αυτές τις μέρες να κάνω λάθος! Είναι σημαντικό να ξέρεις πότε να φεύγεις. Να ξέρεις πότε είναι η στιγμή που δε χωράς σε καμία σκέψη, σε κανένα συναίσθημα, σε καμία προσδοκία. Τα συναισθήματα δεν απαιτούνται, δεν επαιτούνται και δεν εκβιάζονται. Όταν νιώσω ότι περισσεύω, θα σε απαλλάξω. Και μακάρι να μη μ’ άφηνες να το νιώσω αυτό. Και να ήταν όλο αυτό, ένα από κείνα τα άσχημα όνειρα που λέγαμε κάποια πρωινά, πως τάραζαν τις νύχτες μας, γελώντας και καταλήγοντας ότι τελικά φάγαμε πολύ! Το ένιωσα πως πνίγεσαι. Τόσο πολύ σ’ αγαπούσα λοιπόν που σ’ έπνιγα χωρίς να το καταλάβω; Και ας μου έλεγες ότι αντέχεις και άλλο από την αγάπη μου. «Δώσε» μου φώναζες. Και ‘γω έδινα, χάριζα, πρόσφερα. Γιατί η αγάπη μάτια μου προσφέρεται. Θα σε αφήσω λατρεμένε μου. Και αυτό το –«μου» θα σου ανήκει πάντα.»

Η Ανατολή έστειλε το μήνυμά της χωρίς δεύτερη σκέψη. Άλλωστε εδώ και μέρες ήξερε πως ήταν μονόδρομος.

Ο Αλέξανδρος διάβασε το μήνυμα. Ίσως και να το περίμενε. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του και πίστευε πως εκείνη που τον ήξερε τόσο καλά το είχε ήδη καταλάβει. Όπως και έγινε. Άλλωστε κάποιες φορές άθελά του, άλλες πάλι όχι, είχε αρχίσει να στέλνει τα σημάδια του στην Ανατολή. Απάντησε με ένα λιτό μήνυμα. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα όσα έζησα. Θα είσαι πάντα  κάτι το απολύτως ιδιαίτερο για μένα.»

Οι μέρες που ακολούθησαν για την Ανατολή ήταν πόνος και θλίψη. Δε φανταζόταν όταν έβλεπε τους γύρω της να ζουν τον πόνο του έρωτα και προσπαθούσε να τους ερμηνεύσει, πως θα ερχόταν τώρα κι αυτή στη θέση τους. Και ήταν στιγμές που πνιγόταν και δεν της έφτανε το οξυγόνο, στιγμές που δεν μπορούσε να σταματήσει τα μάτια της, όσο και αν θύμωνε γι’ αυτό. Πελαγοδρομούσε μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας. Και εκείνος ήταν κάθε βράδυ στα όνειρά της. Άνοιγε τα μάτια της, αλλά είχε φύγει όταν γυρνούσε να τον κοιτάξει. Και δεν τον έδιωξε αυτή. Και δεν ήθελε να φύγει.

Ήταν μέρες που και στον Αλέξανδρο έλειπε η Ανατολή. Του έλειπε η αγάπη της. Και ήξερε πως δε θα ξανάβρισκε τέτοια αγάπη όπως τη δικιά της. Η Ανατολή είχε βάλει παντού ξόβεργες. Που γέμισαν την ζωή του με μικρά σημαντικά και ασήμαντα, γεμάτα όμως από τη σκέψη και την αγάπη της. Και διαλεγμένα ένα-ένα μόνο για αυτόν. Και κάποια έμπαιναν από το στόμα του, άλλα τον χάιδευαν, άλλα τον καθάριζαν, τον αρωμάτιζαν και άλλα τον κοιτούσαν επίμονα όταν έγραφε ή όταν διάβαζε. Είχε τόσα πολλά δικά της να θυμάται. Είχε την αγάπη της. Και ήταν μια αγάπη που τα είχε όλα.  Η Ανατολή ήταν ο άνθρωπός του. Η Ανατολή θα ήταν μέρος της ζωής του. Την ήθελε μέρος στη ζωή του.

Το πιο δύσκολο για την Ανατολή ήταν η απουσία της καλημέρας και της καληνύχτας του. Είχε ξεχάσει πώς είναι να ξεκινά τη μέρα της χωρίς την καλημέρα του Αλέξανδρου. Είχε ξεχάσει πώς είναι να πέφτει στο κρεβάτι της πριν πει καληνύχτα και σ’ αγαπώ. Έπρεπε, να μάθει από την αρχή τα πατήματά της. Πώς να το κάνει αυτό; Πώς να μάθει να ζει χωρίς εκείνον;

Στον Αλέξανδρο άρεσε πάντα να ξυπνάει πρωί. Και ήταν η πρώτη του σκέψη όταν άνοιγε το τηλέφωνό του. Και η Ανατολή τον περίμενε με την καλημέρα της και το πρωινό σ’ αγαπώ της, που του συντρόφευε την μέρα.

«Καλημέρα» το πρώτο του μήνυμα.

«Καλημέρα μωρό μου. Είναι πολύ νωρίς ακόμη. Έλα νιώσε πως σε έχω στην αγκαλιά μου και ξανακοιμήσου.» του έλεγε εκείνη.

«Θα ξανακοιμηθώ, όμως μη μ’ αφήσεις από την αγκαλιά σου.» της έλεγε

Ρίσκαρε πολλές φορές για την καληνύχτα της αλλά δεν τον ένοιαζε. Η Ανατολή τον νανούριζε με τα λόγια της. Πόσες φορές δεν της είχε ζητήσει να του μιλάει για να χαλαρώνει!

«Μίλα μου, σε πεθύμησα. Πες μου καληνύχτα και χάδια και γλυκόλογα» της έλεγε.

«Ψιθυριστά θα σου πω πως είσαι ο υπέροχός μου. Ομορφαίνεις τον κόσμο μου με το χαμόγελό σου. Έχω αγκαλιά;»

«Να προτιμάς ένα χαμόγελο στη σκέψη σου, από ένα μάτσο γράμματα στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε μια σειρά που να λέει καληνύχτα αγάπη μου. Μεγάλη αγκαλιά.»

Ο Αλέξανδρος δεν της εξήγησε ποτέ του γιατί έφτασαν ως εδώ. Το μυαλό του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Η συμπεριφορά του είχε μεταπτώσεις που εκνεύριζαν ακόμη και τον ίδιο. Και δεν ήταν η πρώτη του φορά. Ήξερε πως θα τη βασάνιζε το γιατί αλλά είχε πολλή αξιοπρέπεια για να τον ρωτήσει. Άλλωστε και αν το έκανε ίσως και ο ίδιος να μην είχε απάντηση. Φόβος γιατί έβλεπε το δέσιμό της μαζί του; Γιατί ένιωθε πως όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που του πρόσφερε τον έπνιγαν ή μήπως τελικά του άρεσαν και θα μάθαινε να συνηθίζει σιγά- σιγά τη φροντίδα της ώσπου θα ήταν απαραίτητη. Ή τελικά είχε φτιάξει τόσο όμορφα την ήρεμη ζωή του, που απλά του αρκούσε το μέχρι εδώ. Γιατί έτσι ήθελε, τόσο μπορούσε, τόσα είχε να της δώσει. Μέχρι εδώ. Δεν είχε πείσει τον εαυτό του πως θα ήταν διαφορετικός μαζί της. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα την αντικαθιστούσε. Γιατί ο έρωτας είναι Θεός. Γιατί πάει και έρχεται όπου και όποτε γουστάρει. Άλλωστε θα ήταν πιο δύσκολο τότε όταν θα έπρεπε να της το αποκαλύψει. Μόνο αλήθειες μαζί της είχε υποσχεθεί. Και δεν είχε σκοπό να της κρύψει το οτιδήποτε.

Για την Ανατολή ήταν πιο ξεκάθαρα στο μυαλό της. Ο Αλέξανδρος ήταν το επίκεντρο του κόσμου της. Ένιωθε καλά γιατί του έδειξε την αγάπη της, δεν κόμπιασε και δεν κόλλησε σε κανένα πρέπει. Η ψυχή της ήταν γεμάτη από ‘κείνον. Θυμόταν πως έπιασε τον εαυτό της για πρώτη φορά στη ζωή της να ζηλεύει και γελούσε λέγοντάς του κάθε φορά που ήθελε να το αναφέρει «Εγώ τώρα πρέπει να ζηλέψω;» και κείνος της απαντούσε « Όχι. Σ’ αγαπάω πολύ για να σε κάνω να νιώσεις το αίσθημα της ζήλιας». Δε μετάνιωσε ούτε λεπτό που δεν κράτησε τίποτα για αυτήν. Που του χάρισε ό, τι μπορούσε. Και δεν το έκανε μόνο για ‘κείνον. Αλλά και για την ίδια. Τον νοιάζονταν κάθε λεπτό ακόμη και τώρα. Δεχόταν μηνύματα από άντρες που της έδειχναν το ενδιαφέρον τους. Της ήταν αδιάφοροι. Είχε ήδη χαρίσει όλα της τα λόγια στον Αλέξανδρο. Το μυαλό της γέννησε, έγραψε, πρόφερε λέξεις και ατάκες μόνο για αυτόν. Και δε θα μοίραζε και δε θα σκόρπιζε καμία από αυτές.  Όλες  για ‘κείνον, για να τις κουβαλάει πάνω του. Και όταν εκείνος θα τις είχε ξεχάσει αργά ή γρήγορα, εκείνη θα τις θυμόταν. Και για την Ανατολή η δύναμη των λέξεων που ξεστόμισε, γεννούσε παρηγοριά στην απώλειά του.

Ο Αλέξανδρος συνέχισε τη ζωή του. Και ίσως η εικόνα της να ξεθωριάζει από το μυαλό του ή πάλι να έρχονται στιγμές που του λείπει. Και ίσως να έχει γυρίσει στις παλιές του αγάπες ή να θρέφει τις καινούργιες του. Να συνεχίζει απλόχερα να χαρίζει τις λέξεις του, καινούργιες ή παλιές, σε γυναίκες που του δίνονται και θα ξαναδοθούν και μετά απ’ αυτόν. Γιατί για όλες θα είναι και ο ίδιος άλλη μια περιπέτεια στην ανιαρή καθημερινότητά τους. Και αυτό το γνωρίζει και ο ίδιος. Η Ανατολή του χάρισε την αποκλειστικότητά της. Και ‘κείνος την αρνήθηκε. Την έδιωξε με τον τρόπο του.

Η Ανατολή μόλις έχει τελειώσει την ανάρτησή της. Βγάζει τα ακουστικά της, και σκουπίζει τα μάτια της. Δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει τον πόνο. Δεν μπορεί να συντηρεί όνειρα που θέλουν δυο για να ανθίσουν. Νιώθει γεμάτη από μια αξόδευτη ευτυχία. Και η ψυχή της θέλει γαλήνη. Και γαλήνη για ‘κείνη είναι το δικό του εγώ, το δικό της εγώ και ένα δυνατό μαζί, ένα «μαζί ρε» που ήθελε να τη συντροφεύει. Κοιτάζει το τηλέφωνό της και αναρωτιέται.

Ο Αλέξανδρος έχει ξαπλώσει και παίζει με το τηλέφωνό του. Χαμογελά γιατί ήδη νιώθει καλά με την τελευταία του συνομιλία. «Ποτίζει» τους κήπους του και του αρέσει. Δυναμική επιστροφή αναρωτιέται. Στην οθόνη του εμφανίζεται η ανάρτηση εκείνης. Νοσταλγία. Ξέρει το κορίτσι του. Και γνωρίζει πως δεν είναι εύκολα για’ κείνη. Γαμώτο χίλιες φορές να μην τη γνώριζε!  Κοιτάζει το τηλέφωνό του και αναρωτιέται.

Και μπορεί πια οι ζωές του Αλέξανδρου και της Ανατολής να κυλάνε παράλληλα, αλλά κανείς από τους δυο δεν ξέρει ακόμη πως η ζωή δεν έχει πει την τελευταία της λέξη γι’ αυτούς.

 

To be continued…

 

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου