Οι Δευτέρες για τον Ανδρέα ήταν πάντα οι αγαπημένες του μέρες. Τις έβλεπε σαν μία νέα αρχή και κόντρα στα κατσουφιασμένα πρόσωπα των συναδέλφων και φοιτητών του, εκείνος πάντα κάθε αρχή της εβδομάδας έλεγε μια μεγάλη, βροντόφωνη και χαμογελαστή καλημέρα σε όσους συναντούσε. Ίσως ήταν κι η μοναδική μέρα της εβδομάδας που χαμογελούσε απ’ το πρωί -και του πήγαινε να χαμογελάει. Όμορφος από γεννησιμιού του, είχε πολλές θαυμάστριες εντός κι εκτός δουλειάς, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν τον απασχολούσε. Ήταν μοναχικός από επιλογή κι ένιωθε καλά μ’ αυτό.

Καθηγητής πανεπιστημίου στα σαράντα του και με μεγάλη δραστηριότητα στην έρευνα, περνούσε πολλές ώρες μέσα στο πανεπιστήμιο. Όταν δε δίδασκε, ήταν χωμένος μέσα σε τόμους συγγραμμάτων είτε διαβάζοντας σχετικές μελέτες τους εξωτερικού που είχαν να κάνουν με το αντικείμενό του είτε προσπαθώντας να βρει την άκρη του νήματος της επιστήμης του.

Πότε καθόταν στο εστιατόριο παρέα μ’ ένα λάπτοπ να ψάχνει υλικό που τον ενδιέφερε διαδικτυακά κι άλλοτε ήταν κρυμμένος με τις ώρες στη βιβλιοθήκη, έχοντας πάντοτε παρέα του τα ακουστικά του και την αγαπημένη του ροκ μουσική. Εκτός δουλειάς τον έβρισκε κανείς να τρέχει στο βουνό ή να κάνει μαθήματα κιθάρας, καθώς προσπαθούσε να αποσυμφορήσει την πίεση της ημέρας. Του άρεσε να πιστεύει πως μπορούσε να τηρεί το «νους υγιής εν σώματι υγιεί».

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που ήθελε ήταν να απασχολεί το μυαλό του για να μη σκέφτεται. Και σκεφτόταν πολύ. Οπαδός της λογικής και της πεποίθησης πως όλα περνάνε μέσα απ’ αυτό το πρίσμα και πως τα συναισθήματα είναι χημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου, θύμωνε που την πάτησε με τη Μαριτίνα. Δυο φορές μάλιστα. Πώς μπόρεσε ν’ αφήσει τον εαυτό του να την ερωτευτεί, αλλά και πώς πίστεψε ότι αυτή η γυναίκα ήταν γι’ αυτόν εκείνη που επιτέλους θα γινότανε ο άνθρωπός του, μέχρι να πεθάνει.

Το πιο δύσκολο για τον Ανδρέα ήταν πως η Μαριτίνα βρισκόταν μπροστά του τις περισσότερες ώρες της ημέρας, καθώς ήταν η βοηθός του στη δουλειά. Ακόμη κι αν αποχώρησε ο ίδιος και τις δυο φορές απ’ τη σχέση τους, πονούσε ακόμη. Μια σχέση που ξεκίνησε διστακτικά απ’ τη μεριά του, καθώς εκείνη είχε πολύ λιγότερα χαρίσματα από εκείνα που αυτός αποζητούσε σε κάποια γυναίκα -εξωτερικά κι εσωτερικά. Στην πορεία, βέβαια, πίστεψε, ερωτεύτηκε, αγάπησε και θα μπορούσε να πεθάνει για να σωθεί αυτή, αν χρειαζόταν.

Μέχρι που κατάλαβε ότι τον έβλεπε σαν τρόπαιο, σαν σκαλοπάτι για να ξεπεράσει τα δικά της απωθημένα και τις δικές της πίκρες. Είδε ξεκάθαρα ότι ουσιαστικά δεν την ένοιαζε καθόλου για ‘κείνον, ήθελε μόνο να καλύψει τις δικές της ανασφάλειες κι ελλείψεις. Αποζητούσε την επιβεβαίωση η Μαριτίνα. Κι αυτός της την έδωσε απλόχερα, σε αντίθεση με ‘κείνη.

Όχι, δεν την κατηγορούσε, ήξερε το μερίδιο ευθύνης που του αναλογούσε. Έπρεπε να το είχε δει. Και μ’ αυτό θύμωνε και πονούσε ακόμη περισσότερο. Εξοργιζόταν με τη δική του ανεπάρκεια να προβλέψει το αποτέλεσμα. Κι ο θυμός τον βοηθούσε να ζει, μέρα με τη μέρα. Τα βράδια, όμως, όλα δυσκόλευαν. Θυμόταν τη μυρωδιά της, άκουγε την ανάσα της κι ένιωθε το κορμί της επάνω του.

Ναι, ήταν ρομαντικός αλλά ήταν και πολύ ανασφαλής. Και τα δύο τα έκρυβε εξαιρετικά καλά, με μπόλικη δόση υπεροψίας κι εγωισμού. Παρ’ όλα τα χαρίσματα που του δόθηκαν απλόχερα απ’ τη φύση, αδυνατούσε να πιστέψει πως κάποια θα τον ήθελε και με τα ελαττώματά του. Πίστευε πως πρέπει να ‘ναι τέλειος κι εξωτερικά και πνευματικά. Να ‘ναι ένας θνητός θεός με τα όλα του. Αλλά κι αυτό ακόμη δεν του ήταν αρκετό. Πάντα κάτι έλειπε! Το ήξερε πως είναι ανασφαλής, αλλά ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις του να το διαχειριστεί.

Τέτοια κι άλλα πολλά τριβέλιζαν το μυαλό του όσο πλησίαζε στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου μετά το μάθημα στη διαδρομή για το γραφείο του, για να δώσει τη λίστα με τα βιβλία που έπρεπε να του βρει η Ελένη, η διευθύντρια της βιβλιοθήκης.

«Γεια σου Ανδρέα και καλή εβδομάδα».

«Γεια σου Ελένη, επίσης», απάντησε μ’ εκείνο το γοητευτικό χαμόγελο και την μπάσα φωνή.

«Μπορείς να μου τα έχεις έτοιμα έστω κι αργά σήμερα, σε παρακαλώ;»

«Φυσικά! Μην ανησυχείς καθόλου. Θα τηλεφωνήσω στη Μαριτίνα να έρθει να τα πάρει».

Φεύγοντας απ’ τη βιβλιοθήκη, σκέφτηκε πως ευτυχώς που δεν πήρε κανείς χαμπάρι στο πανεπιστήμιο τη σχέση του με τη Μαριτίνα. Ευτυχώς που προνόησε και δε βιάστηκε, τουλάχιστον εκεί!

Η Ελένη, ήταν μια γυναίκα εκεί γύρω στα τριάντα πέντε, γοητευτική κι έξυπνη. Είχε ακούσει κουτσομπολιά που έλεγαν πως είχε βγει πρόσφατα από μια μακροχρόνια σχέση κι εκείνη. Έχοντας περάσει πολλές ώρες της ζωής της ανάμεσα σε χιλιάδες τόμους βιβλίων θα έλεγε κανείς πως ήταν μια μικρή κινητή βιβλιοθήκη γνώσεων. Ευχάριστη, πρόθυμη, ευγενική, χαμογελαστή κι ετοιμόλογη αλλά πάντα με θλιμμένα μάτια. Φωτεινά αλλά θλιμμένα. Όσο σκεφτόταν τη διευθύντρια της βιβλιοθήκης, όπου ομολογουμένως δεν την είχε προσέξει ποτέ ξεκάθαρα ως γυναίκα και σε αντίθεση με άλλες συναδέλφους του ποτέ δεν είχε θελήσει να του τραβήξει εκείνη την προσοχή, μπήκε στο γραφείο του.

«Αν δεν έχουμε κάτι άκρως σοβαρό κι επείγον θα κλειστώ μέσα για δουλειά. Σε παρακαλώ, πριν φύγεις πέρασε απ’ τη βιβλιοθήκη να πάρεις από την Ελένη κάτι βιβλία που ζήτησα», είπε στη γυναίκα που καθόταν στο γραφείο όπου βρισκόταν στον προθάλαμο του δικού του.

«Πήγες απ’ τη βιβλιοθήκη; Θα μπορούσες να μου πεις εμένα. Εντάξει, θα πάω και θα στ’ αφήσω εδώ, πάνω στο δικό μου γραφείο», είπε με μια δόση αμηχανίας εκείνη. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε.

«Είμαι πολύ καλά, ευχαριστώ. Τα λέμε αύριο», απάντησε στακάτα και κοφτά. Κι η πόρτα πίσω του έκλεισε με δύναμη.

Οι μέρες περνάνε γρήγορα όταν έχεις πολλά να κάνεις κι όταν ηθελημένα κρατάς το μυαλό σου απασχολημένο. Έτσι όταν ήρθε το Σάββατο, αποφάσισε να πάει με κάτι συναδέλφους σ’ ένα μπαράκι που συχνάζουν και ξεφεύγουν λίγο απ’ την καθημερινότητα. Ομολογουμένως ξάφνιασε τους πάντες όταν δέχτηκε την πρόσκληση, αλλά το είχε ανάγκη στ’ αλήθεια. Τέσσερα χρόνια τώρα, προσπαθούσαν να τον πείσουν να πάει ένα Σάββατο μαζί τους χωρίς καμία επιτυχία. Και σήμερα αυτοπροσκλήθηκε σχεδόν.

Μπαίνοντας στο Carpe Diem, σκεφτόταν πόσο καιρό είχε να βγει για να διασκεδάσει απλώς. Είχε ανάγκη να μιλήσει για πράγματα εκτός δουλειάς, να γελάσει, να ξεδώσει. Κι όλα έδειχναν πως απόψε θα ήταν μια καλή βραδιά, αφού ρίχνοντας μια ματιά στα γρήγορα μέσα στο μαγαζί, η βοηθός του δεν ήταν εκεί. Είχε πάει αποφασισμένος να μην του χαλάσει τίποτα τη διάθεση, ό,τι κι αν γινόταν.

Απ’ τα διπλανά τραπέζια ακούγονταν έντονες συζητήσεις, γέλια και φωνές. Φάτσες γνωστές, που όμως σε τίποτα δε θύμιζαν τους ανθρώπους που συναντάει κάθε μέρα και κάθε πρωί. Ήταν όλοι περιποιημένοι, αλλιώτικοι. Σαν να έβγαλαν από πάνω τους την πανοπλία της σοβαροφάνειας και του δυναμισμού. Στο βάθος διέκρινε την Ελένη να μιλάει και να γελάει έντονα με την παρέα της. Άνθρωποι της μηχανοργάνωσης και της γραμματείας φαινόντουσαν να περνάνε καλά, αν έκρινε κανείς απ’ τα σπαρακτικά σχεδόν γέλια της διευθύντριας βιβλιοθήκης, που σχεδόν κάλυπταν τη ροκ μουσική που ακουγόταν απ’ τα ηχεία.

Ναι, η Ελένη ήταν πάντα χαμογελαστή, αλλά δε θυμάται να την άκουσε ποτέ να γελάει τόσο δυνατά. Έπιασε τον εαυτό του να γελάει χωρίς να έχει ακούσει καν το αστείο. Και παρόλο που την έβλεπε τόσα χρόνια σχεδόν κάθε μέρα, ήταν η πρώτη φορά που την πρόσεξε ουσιαστικά. Δεν ήταν καλλονή με την έννοια όπου αυτός όριζε την ομορφιά, αλλά είχε κάτι. Κάτι απροσδιόριστο γι’ αυτόν. Κάτι που ξαφνικά βρέθηκε να τον τραβάει και δεν ήξερε αν έφταιγε το μέρος, η vodka, η συναισθηματική του κατάσταση ή εκείνη που φαινόταν ξένοιαστη και τόσο προσιτή συνάμα.

Θέλοντας να γεμίσει πάλι το ποτήρι του και να κεράσει την παρέα του, κατευθύνθηκε προς το μπαρ την ίδια στιγμή που η Ελένη πήγε να πληρώσει τη γύρα με τα σφηνάκια που κέρασε στο τραπέζι της, καθώς είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσει.

«Ελένη, ομολογώ πως το γέλιο σου σήμερα μου φτιάχνει τη διάθεση, χωρίς να ξέρω καν γιατί γελάς», της είπε και τα μάτια του πρέπει να γέλαγαν κι εκείνα. Εκείνη γέλασε και χωρίς να του απαντήσει, ζήτησε δύο σφηνάκια και του πρόσφερε το ένα.

«Στην υγειά μας, Ανδρέα. Να γελάμε πάντα και ειλικρινά» του είπε.

«Πρέπει να φύγω, αλλά σε περιμένω εδώ και το άλλο Σάββατο να τα πούμε παρέα».

«Το άλλο Σάββατο, λοιπόν. Τα υπόλοιπα τη Δευτέρα. Σου ‘χω δυο λίστες έτοιμες ήδη και δεν είναι του σούπερ μάρκετ!» απάντησε γελώντας φανερά ευδιάθετος. Εκείνη γέλασε δυνατά, του ακούμπησε τον ώμο και τον άφησε να την κοιτάζει καθώς έκλεινε την πόρτα του μαγαζιού πίσω της.

Μια νέα χημική αντίδραση μόλις είχε λάβει χώρα…

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη