Μία μικρή κίνηση μπορεί να σου προκαλέσει χιλιάδες συναισθήματα. Ένα άνοιγμα της παλάμης και ορίστε που εκφράστηκες επιτέλους! Ναι καλέ, για τη γνωστή σε όλους μούντζα μιλάμε. Αυτό το άνοιγμα των δακτύλων με την παλάμη σου προς τα έξω, που έχει ως προορισμό το πρόσωπο κάποιου φταίχτη.

Φήμες λένε πως τον καιρό του Βυζαντίου η διαπόμπευση ήταν μία επιπρόσθετη τιμωρία, που πήγαινε πακέτο με τη φυλάκιση ή τη θανάτωση. Συνήθιζαν να πασαλείβουν τα χέρια τους με σκόνη απ’ το τζάκι κι άλλα διάφορα.

Μουντζούρωναν τον κατάδικο και τον ξεφτίλιζαν με βρισιές και ξύλο. Έτσι βγήκε η λέξη μούντζα ως κίνηση κι ως χειρονομία. Με το πέρασμα των χρόνων, οι Τούρκοι υιοθέτησαν το συγκεκριμένο τρόπο εξευτελισμού, ενώ αργότερα στην Ελλάδα οι κύριοι αποδέκτες της ήταν οι πόρνες κι οι μοιχαλίδες.

Σήμερα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης έχει γίνει το σήμα κατατεθέν του λαού μας. Εκφράζει οργή, αγανάκτηση, θυμό κι απέχθεια. Πού όμως, τη χρησιμοποιούμε περισσότερο; Μα φυσικά στην οδήγηση. Ο γραφικός Eλληνάρας οδηγός είναι κομματάκι εύθικτος και νευρικός.

Κανένας δεν ξέρει να οδηγεί καλύτερα απ’ τον ίδιο και θυμώνει, ανάθεμά τον, με τα ζωντόβολα που παίρνουν ένα τιμόνι κι όποιον πάρει ο χάρος. Επειδή μάλιστα, δεν ξέρει αν ακούγονται καλά τα γαμωσταυρίδια που κατεβάζει, ρίχνει κι ένα φάσκελο προς επίρρωση των λεγόμενών του, φυσικά!

Οι λόγοι πολλοί και μικρής σημασίας γενικώς, τεράστιας ειδικώς για τον Έλληνα οδηγό. Από ένα χαμένο φανάρι, μία θέση πάρκινγκ, μέχρι τον ταξιτζή που σταματάει, όπου γουστάρει να φορτώσει χωρίς αλάρμ. Απαραίτητο συνοδευτικό, τα λαϊκά άσματα στη διαπασών.

Ο κατάλογος μακρύς. Μην πούμε ατελείωτος. Η μούντζα ταιριάζει στον κάθε βλακάκο που σε εκνευρίζει, σε ενοχλεί και δεν πάει με τα νερά σου. Στο δημοσιογράφο που λέει παπαρολογίες και τρομοκρατεί τον κόσμο, στον άθλιο οδηγό που έπεσε στα νερά και σε έλουσε με λασπόνερα, στην κάργια που έκανε like στο wanna be δικό σου. 

Έχετε βέβαια υπόψιν σας, πως το φάσκελο πάει σύννεφο και στους εαυτούς μας. Αυτομούντζα, αγαπητοί μου. Γιατί μετάνιωσες για το μεθυσμένο μήνυμα, που εμπιστεύτηκες στο λάθος άτομο το μυστικό σου και που τώρα μόνο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν έχει δημοσιευτεί.

Ποιο είναι λοιπόν το καλύτερο ξεσπάθωμα; Αυτοφασκελώνεσαι, μονολογείς πόσο μαλάκας είσαι κι έχεις καθαρίσει με την πάρτη σου και τη συνείδησή σου.

Δεν προορίζεται βέβαια μόνο σε έμψυχα όντα. Μουντζώνουνε κι αντικείμενα βεβαίως-βεβαίως. Το κομοδίνο που χτύπησες το μικρό σου δαχτυλάκι, το κινητό σου που ξέμεινε από μπαταρία την πιο ακατάλληλη στιγμή, τα νερά που πάτησες, ενώ μόλις έβαλες κάλτσες. 

Η κίνηση της μούντζας όμως δεν έχει νόημα, έτσι ξερά κι άνοστα. Συνοδεύεται από χαρακτηρισμούς κι άλλα μπινελίκια ή από φράσεις όπως «όρσε», «πάρ’ τα να μη στα χρωστάω», που δίνουν μία μουσικότητα κι ένα ρυθμό στην όλη κίνηση. Μάλιστα όταν είναι διπλή η μούντζα, τόσο το καλύτερο.

Κακές γλώσσες λένε, πως τώρα τελευταία τη μούντζα τείνει ν’ αντικαταστήσει το σήκωμα του μεσαίου δακτύλου. Μα τι λέτε φίλοι μου; Ποιος θα ξεχάσει τις θρυλικές μούντζες που έχει δώσει και την ευχαρίστηση που του προσέφεραν; Ποιος θα ξεχάσει το μαθητή που φασκέλωσε τους επισήμους στην παρέλαση; Ποιος θα αντικαταστήσει το «όρσε» με μία απλή και μονότονη κίνηση;

Αθάνατο φάσκελο, λοιπόν! Γιατί, αν μη τι άλλο, έχει μπει στο DNA μας. Και είναι το μόνο που δεν πρόκειται να μας πάρουν. Ρίξτε λοιπόν μούντζες. Μερικοί τις αξίζουν.

 

Επιμέλεια κειμένου Εύας Αροτσίδου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου